Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Καισάρειας. Αγιρνάς.
|
|
Το Αγιρνάς (τουρκ. Agirnas) βρίσκεται 23 χλμ. BA της Καισάρειας μέσα σε
ρεματιά. Το 1924 είχε τουρκόφωνους Έλληνες (77 οικογένειες – 294 άτομα) και
Τούρκους (1.200) κατοίκους. Ήταν μουχταρλίκι και υπαγόταν στο μουδουρλίκι του
Κέσι, στο καϊμακαμλίκι και μουτεσαριφλίκι της Καισάρειας και στο βαλελίκι της
Άγκυρας. Εκκλησιαστικά ανήκε στη μητρόπολη της Καισάρειας. Είχε σχέσεις και
συναλλαγές με ελληνικούς και τουρκικούς οικισμούς.
Εσείς δε δικαιούστε φέσι. Καπέλα θα φορέσετε στην Ελλάδα
(Μαρτυρία Κοσμά Τσουτζόγλου, Χαλκηδόνα – αποσπάσματα)
|
( Έλληνες στρατιώτες στην πρώτη γραμμή του μετώπου. («Από την εποποιία στην καταστροφή»)
|
Στην Τουρκία ζούσαμε πολλές φορές με φόβο. Να πούμε στο Σεφέρ Μπεϊλίκι*, οι
ασκιέδες** πήγαν στου Σαράφ Αβραάμ το σπίτι. Αυτός ήταν πλούσιος Χριστιανός. Ο
ίδιος ήταν στο στρατό, έσπασαν την πόρτα του, μπήκαν νύχτα μέσα στο σπίτι του,
βρήκαν τη γυναίκα και της έδεσαν τα χέρια. Ένα παιδί, αγόρι, είχε. Το ‘πιασαν
το παιδί της. «Ό,τι έχετε χρυσά, αργυρά, πολύτιμα, δώστε τα, γιατί θα σφάξουμε
το παιδί». Μαχαιρώσαν και τη μάνα λίγο, για να τη φοβερίσουν. Φοβήθηκαν και τα
έδωσαν όλα: ασήμια, χρυσαφικά, χαλιά, κιλίμια, ό,τι είχε αξίας πράματα. Το
γυμνώσανε το σπίτι. Ο ένας ασκιές ήταν από το χωριό μας. Σκέπασε τα μούτρα
του, να μην τον καταλάβουνε και ήρθε.
Ήρθε ο άνδρας από το στρατό. Έμαθε όλα. Πήγε στο μεγάλο του χωριού τον Τούρκο,
το Μουσταφά εφέντη, παράπονα έκανε. Κατάλαβαν πως ο ασκιές ήταν του χότζα ο
γιος, αλλά είχε μαζί του και άλλους δυο τρεις.
Ο μεγάλος Τούρκος είπε: «Το μάθαμε· του χότζα ο γιος ήταν».
Σηκώθη και πήγε στην κυβέρνηση: «Αυτός πρέπει να κρεμαστεί. Πρώτα άρχισε το
γείτονα έκλεψε, ύστερα τον Έλληνα στρατιώτη, αύριο θα κλέψει το κράτος και θα
γίνει μεγάλος ληστής. Καλύτερα να κρεμάσομε αυτόν τον άνθρωπο, για να πάρουν
παράδειγμα και οι άλλοι». Το πιάσανε. Το κρεμάσανε. Του χότζα παιδί να κάμει
τέτοια πράματα; Έτσι σταμάτησε το κακό.
Μια φορά πάλι μια γυναίκα, την πήραν, την πήγαν στη σπηλιά. Την κακοποίησαν,
τη μαχαίρωσαν και μετά την άφησαν. Τη γύρεψε από δω ο άντρας της, τη γύρεψε
από κει, τη βρήκε στη σπηλιά. Την πήρε. Έσφαξε ζω, την τύλιξε μέσα κι έγινε
καλά. Τη δέχτηκε πάλι ο άντρας της. Μήπως το ήθελε; Τέτοια μας κάνανε.
Μια φορά πάλι, ήμουνα τότε δεκατριών χρονών, ξόρισαν τους Αρμεναίους. Εμείς
δεν είχαμε Αρμεναίους. Πέρασαν όμως από το χωριό μας Αρμεναίους, που πήραν από
τα χωριά Έφκερε, Νίρζε***, Έβερεκ, Μαντζουσάν και άλλα. Τότε οι Τούρκοι πέσανε
πάνω στις όμορφες γυναίκες και στα παιδιά. Ακούαμε τα κλάματα και τις φωνές τους.
* Ευρωπαϊκός Πόλεμος ** Ληστές *** Αρμενικό χωριό
Έπεσε ακρίδα και πείνα
Τελευταία είχαμε κι άλλα βάσανα.. Μια μέρα μαύρισε ο ουρανός. Δεν έβλεπες τον
ήλιο. Άρχισε να βρέχει. Θυμούμαι και με πιάνει τρόμος, δεν ήταν νερό. Ακρίδα,
μεγάλη ακρίδα έπεφτε από τα σύννεφα. Κλάματα, φωνές! Πήραμε φτιάρια κι ό,τι
βρίσκαμε, και σκοτώναμε. Μα με το Θεό τα βγάζει κανείς; Γεννούσε, μεγάλωνε και
δεν το καταλάβαινε κανείς. Απελπισία μας έπιασε.
Δεν είχε αφήσει αμπέλια, δεν είχε αφήσει δένδρο πράσινο, κι ούτε στη γη
χορτάρι.
Αρχίσαμε τις τις δεήσεις. Θέλαμε να μαλακώσομε το Θεό, γιατί είπαμε «για τις
αμαρτίες μας μάς παιδεύει».
Ήρθε η ώρα και η στιγμή, λίγο λίγο λιγόστεψε και σε λίγο τέλειωσε. Τότε είχαμε
άλλο. Έπεσε πείνα, όπως το σαρανταένα, τέτοια πείνα έπεσε. Όσοι είχαν παλιά
τρόφιμα, έκρυψαν στα άχερα. Τα πουλούσαν μετά πολύ ακριβά. Άλλοι θησαυρίζανε,
κι άλλοι φτωχαίνανε. Άλλοι χόντραιναν, κι άλλοι πέθαιναν.
Βάσταξε κάμποσα χρόνια. Ό,τι είχαμε, όλα τα φάγαμε: μπακίρια*, στρώματα,
χαλιά, όσα όσα τα δίναμε για να περάσομε την πείνα μας.
Μια μέρα μάθαμε πως βγήκε ελληνικός στρατός στη Σμύρνη. Οι Τούρκοι στρατιώτες
τότε μπήκαν σ’ όσα χωριά οι Έλληνες Μικρασιάτες έδειξαν πως συμπάθησαν τον
ελληνικό στρατό, χτύπησαν, σκότωσαν.
Μια μέρα ήρθε είδηση πως Τούρκοι από την Ελλάδα θα ‘ρθουν σ’ εμάς κι εμείς θα
πάμε στην Ελλάδα.
– Αφού ο Βενιζέλος θέλει να κάμει Ανταλλαγή, λέγαμε, κι εμείς θα φύγομε ακόμη
και αν μας δώσει το εν τέταρτον της περιουσίας μας. Καλύτερα με τους Έλληνες
παρά με τους Τούρκους.
* Χάλκινα σκεύη
Όσο καλός και να είναι ο Τούρκος, Τούρκος είναι. Ο σκύλος έχει φιλία;
Αφήσαμε να δροσίσει ο καιρός και μετά φύγαμε. Ένα άλλο χωριό, που είναι
μπροστά από το Αγιρνάς, το Μιστιρλί, σηκώθηκε τον Αύγουστο μήνα. Από τη ζέστη
πέθαναν στο δρόμο…
Το Σεπτέμβριο μήνα ξεκινήσαμε. Τη μέρα που ξεκινήσαμε, είχαμε χαρά. Όσο καλός
και να είναι ο Τούρκος, Τούρκος είναι. Ο σκύλος έχει φιλία; Όταν τον
πειράξεις, θα σε δαγκάσει. Οι γυναίκες μας κλαίγανε· κλαίγαν και οι Τουρκάλες.
Μας χαιρετούσαν που φεύγαμε, μα η αλήθεια είναι πως δε μας φέρθηκαν και πολύ
καλά. Ένα καλάθι σταφύλια για το δρόμο δε μας άφησαν να κόψομε. «Εμείς τόσα
πράματα αφήσαμε εκεί*, αυτά είναι δικά μας», μας έλεγαν οι Τούρκοι πρόσφυγες.
Στην Καισάρεια ο δεσπότης μάς μοίρασε λίρες. Σε μένα εννέα παγκανότες έδωσε.
Μείναμε μια βραδιά στην Καισάρεια. Μετά πιάσαμε το δρόμο. Στη Νίγδη δείξαμε τα
χαρτιά μας…
Φτάσαμε στο Ουλούκισλα. Είδαμε ένα πράμα μεγάλο, σαν σπίτι. Το λέγανε τρένο
και περπατούσε. Οι Τούρκοι από την Ελλάδα ερχόντουσαν. Εκεί άρπαξαν τα φέσια
από τα κεφάλια μας. «Εσείς δε δικαιούστε φέσι. Καπέλα θα φορέσετε στην
Ελλάδα».
Φτάσαμε στη Μερσίνα. Καθίσαμε, κοιμηθήκαμε στη θάλασσα κοντά, κάτω από σκηνές.
Οι αραπάδες τριγύριζαν τα κορίτσια· άρπαξαν κι ένα. Φώναξε αυτό, φοβήθηκε ο
αράπης και έφυγε. Έτσι σώθηκε το κορίτσι.
Πόσο μείναμε, μια βδομάδα, δέκα μέρες, δε θυμάμαι.
Ήρθε το παπόρι. Δυο παπόρια αλάξαμε, όσο να ‘ρθούμε. Μας έβγαλαν στον
Άι-Γιώργη. Καραντίνα.
Στο λουτρό μας έβαλαν πρώτα. Στις γυναίκες κόψαν τα μαλλιά. Καθίσαμε δεκαπέντε
μέρες.
Από κει μας πήγαν στην Κέρκυρα. Τρεις μήνες πήγαμε στο παλαιό φρούριο μέσα.
Από κει ήρθαμε στον Πειραιά.
7, 9.4.1955
* Εννοούσαν την Ελλάδα









