KENTPIKH KAI ΝΟΤΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
|
|
H Καππαδοκία είναι η μικρασιατική χώρα που συνορεύει B με το Μεσογειακό Πόντο
και τη Γαλατία, Δ με τη Γαλατία, τη Φρυγία και τη Λυκαονία, N με την Κιλικία
και A με τη χώρα των Πηγών και του Άνω Ρου του Ευφράτη. Τα φυσικά της σύνορα
είναι τα κυριότερα σχεδόν ποτάμια, λίμνες και βουνά της κεντρικής Μικρασίας: B
ο Άλυς ποταμός, Δ η αλμυρή λίμνη Τάτα, N οι οροσειρές του Ταύρου και του
Αντίταυρου, A τμήμα της οροσειράς του Αντίταυρου και ο Σάρος ποταμός. Οι
κάτοικοι της Καππαδοκίας ήταν μουσουλμάνοι (Τούρκοι, Κούρδοι, Κιρκάσιοι) και
χριστιανοί (Έλληνες, Αρμένιοι). Ομιλούμενες γλώσσες ήταν η τουρκική, η
ελληνική, η αρμενική και η κουρδική.
H Καππαδοκία μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο. Γνώρισε διαδοχικά
τον Πέρση, το Μακεδόνα και το Ρωμαίο κατακτητή. Τον A’ μ.X. αιώνα, ο
εξελληνισμός της Καππαδοκίας ήταν πλήρης. Το Γ’, Δ’ και E’ αιώνα άνθησε εκεί ο
χριστιανισμός. Είναι η εποχή των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας (Γρηγόριος ο
Νεοκαισαρείας, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Γρηγόριος ο Νύσσης
κ.ά.). Στο τέλος του IA’ αιώνα η Καππαδοκία υποτάχτηκε στους Σελτζούκους.
Τελευταίοι κατακτητές υπήρξαν οι Οθωμανοί, λίγο έπειτα από την άλωση της
Κωνσταντινούπολης.
Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη Μικρασιατική Καταστροφή και στην Έξοδο
(1922-1924) οι Έλληνες της Καππαδοκίας δοκίμασαν έμμεσα τη γεύση της εξορίας
βλέποντας να καταφθάνουν στα χωριά τους εξόριστοι από άλλες επαρχίες της
Μικρασίας. Στις μαρτυρίες των πληροφορητών αναφέρονται ελάχιστα επεισόδια
εξισλαμισμού των χριστιανών. Σφαγές του ελληνικού πληθυσμού από τσέτες
σημειώθηκαν στην περιφέρεια Νίγδης (Ποντιακές αποικίες και Σουλούτζοβα 1922)
καθώς και στις Αποικίες Φαράσων (Κουρούμζα 1923).
|
1921. Βαρβάρα Π. Ελευθεριάδου από το Γενίσεχιρ ( Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών-αδημοσίευτη φωτογραφία)
|
H Έξοδος των Ελλήνων της Καππαδοκίας πραγματοποιήθηκε το 1924, σύμφωνα με τους
όρους της Σύμβασης περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών και με ομοιόμορφο τρόπο.
Σημεία συγκέντρωσης ήταν οι σταθμοί του Έρεγλι και του Ουλούκισλα. Από εκεί οι
πρόσφυγες μεταφέρονταν με σιδηρόδρομο μέχρι το λιμάνι της Μερσίνας (επαρχία
Κιλικίας), όπου επιβιβάζονταν σε πλοία που τους μετέφεραν στην Ελλάδα. H όλη
επιχείρηση πραγματοποιήθηκε κάτω από την εποπτεία της Μικτής Επιτροπής
Ανταλλαγής των Πληθυσμών και ολοκληρώθηκε, σε γενικές γραμμές, χωρίς
επεισόδια.
Σύμφωνα με το τουρκικό διοικητικό σύστημα οι οικισμοί της Καππαδοκίας
διανέμονταν ως εξής: περιφέρεια Άκσεραϊ – Γκέλβερι – βιλαέτιο Ικονίου,
περιφέρεια Καισάρειας – βιλαέτια Άγκυρας, Σεβάστειας και Ικονίου, περιφέρεια
Νεάπολης – βιλαέτια Άγκυρας και Ικονίου, περιφέρεια Προκοπιού – βιλαέτια
Άγκυρας και Ικονίου, περιφέρεια Φαράσων και Αποικιών – βιλαέτια Άγκυρας και
Αδάνων.
H εκκλησιαστική εξάρτηση των περιφερειών της Καππαδοκίας ήταν η εξής:
περιφέρεια Άκσεραϊ – Γκέλβερι – μητρόπολη Ικονίου, περιφέρεια Καισάρειας –
μητρόπολη Καισάρειας, περιφέρεια Νεάπολης – μητροπόλεις Ικονίου και
Καισάρειας, περιφέρεια Νίγδης – μητροπόλεις Ικονίου και Καισάρειας, περιφέρεια
Προκοπιού – μητροπόλεις Ικονίου και Καισάρειας, περιφέρεια Φαράσων και
Αποικιών – μητρόπολη Καισάρειας.
KENTPIKH KAI ΝΟΤΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑ Περιφέρεια Άκσεραϊ – Γκέλβερι Άκσεραϊ
|
|
Πόλη που βρίσκεται 132 χλμ. ΝΔ της Καισάρειας μέσα σε πεδινή έκταση. Οι
κάτοικοί του ήταν Έλληνες τουρκόφωνοι και Τούρκοι. Το 1924 αριθμούσε 48
ελληνικές οικογένειες (203 άτομα), ενώ οι Τούρκοι έφθαναν τους 6.000 περίπου.
Μέχρι το 1918 το Άκσεραϊ ήταν καϊμακαμλίκι και υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι της
Νίγδης και στο βαλελίκι του Ικονίου. Στη συνέχεια προήχθη σε μουτεσαριφλίκι
και υπαγόταν απευθείας στην Άγκυρα. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη του
Ικονίου. Είχε συναλλαγές με ελληνικούς και τουρκικούς οικισμούς και χωριά που
καμιά φορά, όπως το Ικόνιο, βρίσκονταν έξω από τα όρια της Καππαδοκίας.
Πρώτη φορά βλέπαμε θάλασσα και μας φαινόταν περίεργο
(Μαρτυρία ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΛΕΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, Αθήνα –
αποσπάσματα)
|
Έλληνες οπλίτες, με τη βοήθεια Οθωμανών κατοίκων του Αφιόν, ενταφιάζουν τους σφαγιασθέντες ορθόδοξους Αρμενίους («Χρονικό Μικρασιατικού Πολέμου, 1919-1922»)
|
H διαρροή του ελληνικού στοιχείου από το Άκσεραϊ είχε αρχίσει προτού γίνει
ακόμα η Ανταλλαγή. Επί Κεμάλ, όταν το Άκσεραϊ ήταν μουτεσαριφλίκι με
μουτεσαρίφη τον Απτούλσετουλλάχ μπέη, ήρθε διαταγή από την Άγκυρα ότι μπορούν
να φύγουν όσοι θέλουν έξω από τα σύνορα της Τουρκίας, φτάνει να μην έχουν
στρατιωτικές υποχρεώσεις και εκκρεμότητες με τη Δικαιοσύνη. Πολύς κόσμος έφυγε
τότε.
Ο Απτούλσετουλλάχ μπέης φρόντισε για την προστασία τους από τις επιδρομές των
τσέτηδων και κακοποιών στοιχείων. Με έγγραφες οδηγίες στις κατά τόπους
κρατικές αρχές, φρόντισε για τη διασφάλιση των περιουσιών και των αποσκευών
τους. Έτσι έφτασαν σώοι και αβλαβείς στο Έρεγλι και επιβιβάστηκαν στο τρένο με
προορισμό τη Μερσίνα.
Όταν μάθαμε πως θα γίνει η Ανταλλαγή, η οικογένειά μου αισθάνθηκε χαρά και
ανακούφιση, γιατί είχαμε διώξεις από την τούρκικη αστυνομία, ύστερα από
συκοφαντίες εχθρών μας ότι ενισχύομε τον ελληνικό στρατό.
Οι Τούρκοι, και του Άκσεραϊ και των γύρω τούρκικων χωριών που είχαμε
συναλλαγές δεν ήθελαν να φύγει ο ελληνισμός του Άκσεραϊ. Έκαναν ενέργειες και
στην Άγκυρα ακόμα, να μη φύγουμε. Είχαν την ανάγκη μας. Εμείς κρατούσαμε το
εμπόριο, την οικονομική ζωή του τόπου. Αυτοί δεν είχαν ιδέα από εμπορικές
επιχειρήσεις, ήταν τσιφλικάδες. Περισσότερο επιθυμούσαν να μη φύγουμε οι
Τούρκοι των γύρω χωριών. Τους εξυπηρετούσαμε. Τους κάναμε ένα σωρό ευκολίες.
Τους πουλούσαμε εμπορεύματα επί πιστώσει, που εξοφλούσαν με τη συγκομιδή. Τους
δίναμε δάνεια. Αλλά και στις τιμές των ειδών που αγόραζαν απ’ τα μαγαζιά μας
εύρισκαν διαφορές. Εμείς πουλούσαμε φτηνότερα από τους Τούρκους εμπόρους.
Κατά τις παραμονές της Ανταλλαγής ήρθε στο Άκσεραϊ δύο φορές η Μικτή Επιτροπή
της Ανταλλαγής, με πρόεδρο το Δανό Hilin, τον Έλληνα αντιπρόσωπο Ξενοφώντα
Μαντανάκη και τον Τούρκο Χουσνή Ζεκί μπέη.
Και τις δύο φορές φιλοξενήθηκαν σπίτι μας. Την πρώτη φορά δυο μέρες, τη
δεύτερη τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό τους επισκέφτηκαν Τούρκοι παράγοντες
του Άκσεραϊ. Σχηματίστηκε Υποεπιτροπή Ανταλλαγής για την επίβλεψη της
αναχώρησης των ανταλλάξιμων και την πληρωμή των μεταφορικών μέσων.
Πρόεδρος της Υποεπιτροπής ορίστηκε ο πατέρας μου Λεόντιος Λεοντόπουλος (Αρσλάν
Αρσλάνογλου), αντιπρόεδρος ο φαρμακοποιός Ιωάννης Καπλάνογλου, γραμματεύς ο
Νικόλαος Ρωμανίδης. Μέλη: ο Αλέξανδρος Μουράτογλου, ο Ιωάννης Ναβρένογλου και
ο Ανανίας Λουκίδης.
Κάτω από την επίβλεψη της Επιτροπής λειτούργησε κανονικά το πρόγραμμα των
ομαδικών αναχωρήσεων, με συνοδεία έφιππων χωροφυλάκων, με το σύστημα της
παράδοσης των μετακινουμένων από σταθμό σε σταθμό, ώστε όλος ο ελληνικός
πληθυσμός να φτάσει σώος στη Μερσίνα, με όλα τα κινητά περιουσιακά του
στοιχεία.
Έλληνας αντιπρόσωπος στη Μερσίνα ήταν ο Οικιάδης, που φρόντιζε για την
επιβίβαση του κόσμου στα πλοία της Επιτροπής. Όσοι ήθελαν έφευγαν με δικά τους
έξοδα, με πλοία διαφόρων εταιρειών, που έκαναν δρομολόγιο Μερσίνα – Πειραιά ή
Θεσσαλονίκη.
H προετοιμασία για την αναχώρησή μας κράτησε πέντε έξι μέρες. Ετοιμάσαμε τα
γιούκια μας, τα μπαούλα μας, με ό,τι μπορούσαμε να μεταφέρουμε.
Κάθε μέρα είχαμε στο σπίτι συγκινήσεις. Μας επισκέπτονταν φιλικές και γνωστές
μας τούρκικες οικογένειες και μας παρακαλούσαν κλαίγοντας να μη φύγουμε…
Στον Πειραιά μείναμε στα σύρματα 15 μέρες
|
Μερσίνα, 1923. H επιτροπή ανταλλαγής (Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών-αδημοσίευτη φωτογραφία)
|
Ξεκινήσαμε από το Άκσεραϊ δεκαεφτά αμάξια με πενήντα άτομα. Περάσαμε από το
χωριό Αλάτζα, που απέχει δύο ώρες από το Άκσεραϊ. Οι κάτοικοι του χωριού είναι
Τάταροι που ήρθαν πρόσφυγες με τους ρωσοτουρκικούς πολέμους. Μας έκαναν σε
όλους το τραπέζι, επίσης και στους αμαξάδες, και δε μας άφηναν να φύγουμε.
Απ’ εκεί φτάσαμε στο Τας Πουνάρ που απέχει τέσσερις ώρες από το Άκσεραϊ. Εκεί
μας προϋπάντησε ένας προύχοντας του τόπου, ο Χασάν Zαdέ Μεχμέτ. Μείναμε εκεί,
όπου μας φιλοξένησαν, και την άλλη μέρα το πρωί φύγαμε μέσα σε κλάματα. Μας
πρόσφεραν διάφορα τρόφιμα και μας συνόδεψαν ως το Αρίσαμα που απέχει μια ώρα
απ’ το χωριό τους.
Στο Αρίσαμα μας υποδέχτηκε ο πλουσιότερος του τόπου, ο Σερεφλί ογλού Χατζή
Αλή, που μας έκανε το μεσημέρι το τραπέζι. Καθίσαμε εκεί τρεις ώρες,
ξεκουραστήκαμε και βγήκαμε πάλι στο δρόμο.
Στις 7 το βράδυ φτάσαμε στο χωριό Κουτβερέν. Εκεί φιλοξενηθήκαμε στην
καλοκαιρινή έπαυλη του Τοππάς Zαdέ Χατζή Μεχμέτ μπέη, που μαζί του είχαμε
συναλλαγές. Μας φιλοξένησε θερμά ο Χατζή Μεχμέτ μπέης και μας έλεγε όλο καλά
λόγια.
Την άλλη μέρα αναχωρήσαμε και κατά το βράδυ φτάσαμε στο Έρεγλι. Μείναμε δυο
τρεις μέρες στο ξενοδοχείο του σταθμού, ώσπου να φορτωθούν οι αποσκευές όλου
του κόσμου στο τρένο. Μπήκαμε στο τρένο, χωρίς να πληρώσουμε ναύλα, γιατί στο
Έρεγλι πήραμε διαβατήριο της Ανταλλαγής.
Φύγαμε από το Έρεγλι στις 5 το απόγευμα. Περάσαμε από το σταθμό Πουλκουρλί που
απέχει 14-15 χιλιόμετρα, από δυο τρεις σταθμούς μικρούς που δε σταματήσαμε
καθόλου και ύστερα φτάσαμε στο Ουλούκισλα. Νομίζω ότι απέχει από το Έρεγλι
45-47 χιλιόμετρα. Στο μεταξύ νύχτωσε και δε διακρίναμε τίποτα. Κοιμηθήκαμε κι
όταν ξυπνήσαμε το πρωί καταλάβαμε ότι φτάνουμε στα Άδανα. Έκανε ζέστη στο
τρένο και ιδρώναμε.
Κατά τις 11 π.μ. φτάσαμε στο σταθμό Γένιτζε, που απέχει μια ώρα από τα Άδανα.
Μείναμε εκεί μια ώρα περίπου, για ν’ αλλάξουμε μηχανή. Καθώς κατηφόριζε το
τρένο προς τη Μερσίνα, βλέπουμε από μακριά να πρασινίζει κάτι, σαν λίμνη.
Ρωτάμε:
– Τι είναι αυτό;
– H θάλασσα, λένε.
Πρώτη φορά βλέπαμε θάλασσα και μας φαινόταν περίεργο.
Περάσαμε από διάφορους σταθμούς. Δε συγκρατώ τα ονόματά τους. Θυμάμαι μόνο την
Ταρσό, γιατί εκεί σταθμεύσαμε 45 λεπτά της ώρας. Συνεχίζοντας, φτάσαμε στις 5
το απόγευμα στη Μερσίνα.
Στο σταθμό της Μερσίνας μας περίμενε ο Καρά Μουσταφά μπέης, που τον είχαμε
ειδοποιήσει από το Έρεγλι ότι ερχόμαστε. Παρέλαβε την οικογένειά μας και μας
φιλοξένησε στο σπίτι του, απέναντι στην αρμένικη εκκλησία, στη συνοικία
Γιογούρτ παζαρί. Μας έκανε το βράδυ το τραπέζι και μείναμε εκεί είκοσι πέντε
μέρες, για να τακτοποιήσουμε στο μεταξύ τούς λογαριασμούς με την Επιτροπή.
Στη Μερσίνα είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος που περίμενε την αναχώρησή του για
την Ελλάδα. Ταχτική κρατική συγκοινωνία δεν υπήρχε. Ένα δυο πλοία μόνο τη
βδομάδα έφευγαν. Λίγος κόσμος μόνο έφυγε με ιδιωτικά πλοία. Κι εμείς ακόμα
φύγαμε με κρατικό πλοίο, με το φορτηγό «Γρηγόριος».
Με τη σύσταση της Επιτροπής, μας τοποθέτησαν σε μια καμπίνα κοντά στη γέφυρα
του πλοιάρχου. Πολύς κόσμος ήταν στο πλοίο. Σαν να ήταν φορτωμένο με στρατό.
Από διάφορα χωριά ήταν. Δεν ξέρω από ποια. Ούτε και πόσοι ήταν.
Ξεκινήσαμε το βράδυ. Τη δεύτερη μέρα προσεγγίσαμε στη Ρόδο. Βγήκα έξω και
αγόρασα καπέλο και το φόρεσα.
Ύστερα από ταξίδι 48-50 ωρών, φτάσαμε στον Πειραιά. Δε βγήκαμε έξω. Μας πήγαν
κατευθείαν στο λοιμοκαθαρτήριο, στον Άγιο Γεώργιο. Εκεί μας απολύμαναν και
πέρασαν τα πράγματά μας από τον κλίβανο.
Μείναμε στα σύρματα δεκαπέντε μέρες. Ύστερα βγήκαμε στον Πειραιά και ο καθένας
τακτοποιήθηκε όπου ήθελε.
11.12.1958












