Αν με καλούσαν οι ιθύνοντες της ελληνικής τηλεόρασης – καμιά πιθανότητα, αλλά

λέω – για να εκφράσω τη γνώμη μου σχετικά με τις αλλαγές που σχεδιάζουν προς

ενίσχυση και βελτίωση των κρατικών καταναλιών, τι θα πρόφτανα πρώτο και τι

δεύτερο; Δεν ξέρω, αλλά εάν αυτό γινόταν σήμερα ή αύριο και πάντως όσο διαρκεί

το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου ή πριν αρχίσει το ευρωμπάσκετ, θα έλεγα, αμάν,

περιορίστε, κατά το δυνατόν, τη λογοδιάρροια των αθλητικών παρουσιαστών. Ο

λόγος, βέβαια, στα τηλεθεάματα είναι αναγκαίος και ζητιέται, όσο η ομιλία και

ο ήχος (ή, έστω, η μουσική υπόκρουση) στις κινηματογραφικές προβολές. Από τη

στιγμή που ο αφέτης τράβηξε τη σκανδάλη και οι δρομείς φύγανε, ο άλτης

ξεκίνησε και φέρεται προς το σκάμμα, ο δισκοβόλος είναι μέσα στον παλμό του,

τι μπορεί να μας ενδιαφέρουν παράταιρες και παράκαιρες λεπτομέρειες για τις

σπουδές του, τους αρραβώνες του ή ακόμη και για τις προηγούμενες επιδόσεις

του. Σχόλια, ναι, αλλά την κατάλληλη στιγμή και πάνω στο προβαλλόμενο κάθε

φορά αντικείμενο και στο αγωνιστικό παρόν.

Η προφορικότητα (και η γραφή) έχουν θέση στην τηλεόραση, αλλά η δημοσιογραφική

αδολεσχία εξυπηρετεί μόνο τη συντεχνιακή νοοτροπία. Αλήθεια πάντως είναι ότι

ένα μέρος από την περιλάλητη «δυναστεία» που απήλαυε ο λόγος σε προηγούμενες

πολιτισμικές περιόδους, επανακτάται, όσο πρόκειται για το τηλεοπτικό πεδίο,

στις λεγόμενες εκπομπές λόγου και βεβαίως στα Δελτία Ειδήσεων. Ως προς αυτά τα

δεύτερα, επειδή είναι μάταιη και αφελής κάθε απαίτηση για αντικειμενικότητα

και φιλαλήθεια, όση είναι δυνατή, θα περιοριζόμουν σε δύο συστάσεις, αφού

αναγνωρίσω ότι σε σύγκριση με το άθλιο παρελθόν των κρατικών διαύλων η

παραχαράχαραξη και η φαλκίδευση των ειδήσεων περιορίστηκε: πρώτον, να

εξισορροπηστεί, όσο γίνεται, η δοσολογία εικόνας – λόγου και δεύτερον, έλεος,

να σταματήσει το αηδέστατο φαινόμενο οι ίδιες εικόνες και τα ίδια σχόλια που

μεταδόθηκαν σε ένα δελτίο, να επαναλαμβάνονται ακριβώς και αυτολεξεί την

επόμενη μέρα! Οι κρατικοί τουλάχιστον σταθμοί δεν μπορούν να επικαλεστούν

κανένα λόγο οικονομίας ή φόρτου εργασίας.

Με βαριά καρδιά θα εξηγούσα στους διευθυντές και προγραμματιστές, ότι το

τάλαντο και η προσωπική αίγλη ενός παρουσιαστή σε κάποιο τομέα, π.χ. στην

ειδησεογραφία και την ενημέρωση, δεν εξασφαλίζει ίση επιτυχία και σε μια

εκπομπή για τη γλώσσα. Και βεβαίως έχω στον νου μου τη Μαρία Χούκλη που ενώ τη

χαρήκαμε και άλλοτε και κατά τη διάρκεια του πρόσφατου πολέμου για την

ετοιμότητα, την άνεση, την πληρότητα και τις άλλες της αρετές μάς απογοήτευσε

στην εκπομπή της NET «Ομιλείτε Ελληνικά;», όπου και παρά τη βοήθεια που

προσφέρει το επιστημονικό υποβολείο δεν μπορεί να αποκρύψει την αμηχανία και

θα έλεγα, αποκάρδιωσή της. Γενικότερα θα τολμούσα να πείσω τους αρμόδιους ότι

η περί ης ο λόγος εκπομπή, μάλλον πληκτική και οπωσδήποτε χωρίς ρυθμό,

χρειάζεται επειγόντως ριζική αναμόρφωση. Είναι κρίμα μια ωριαία εκπομπή για τη

γλώσσα με το εύρος και τον δυναμισμό της Ελληνικής (και κάθε άλλης) να

εξαντλείται ή έστω να περιορίζεται σε ασκήσεις ορθοέπειας και μάλιστα χωρίς

νεύρο και χιούμορ.

Δεν ξέρω αν και ο χρόνος που θα διέθεταν οι ιθύνοντες για να με ακούσουν, αλλά

ο χώρος της παρούσας μόλις και μετά βίας αρκεί για να τεθεί ένα ζήτημα που

κανονικά θα έπρεπε να είναι το πρώτο, αν μη και το μοναδικό: εκπομπές λόγου

και βιβλίου ή, αν προτιμάτε, γραφής και δια-λόγου. Αυτό είναι το μεγάλο κενό.

Αλλά καλύτερα να μην πληρωθεί ποτέ, αν είναι να γίνουν τα ίδια λάθη και με τα

ίδια, ισοβίως, πρόσωπα.

Ο Ανδρέας Μπελεζίνης είναι φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας.