Οι περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό από

τις έντονες αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον. H έμφαση στην περιφερειακή της

πολιτική έχει μετακινηθεί από το «περισσότερα τρόφιμα σε μικρό κόστος» στο

ευρύτερο ενδιαφέρον για την ποιότητα ζωής, την οικονομία και το περιβάλλον.

Ο όρος «αειφορία» κυριαρχεί παντού. Όσον αφορά την ανάπτυξη είναι κατανοητός

με την έννοια… «ανάπτυξη που αντιμετωπίζει τις ανάγκες της σημερινής γενεάς

χωρίς να στερεί το δικαίωμα των μελλοντικών γενεών να αντιμετωπίσουν τις δικές

τους ανάγκες» και περιλαμβάνει τους πολίτες (δημοκρατία, ασφάλεια, παιδεία,

ιστορική μνήμη, ποιότητα κ.ά.), την οικονομία (έμφαση στις τοπικές

δυνατότητες, βιωσιμότητα, μακρόπνοοι σχεδιασμοί κ.λπ.), το περιβάλλον (σεβασμό

στα οικοσυστήματα, ελαχιστοποίηση χρήσης μη ανανεώσιμων πόρων, κατανάλωση των

ανανεώσιμων με αργότερους ρυθμούς από εκείνους που η φύση τους ανανεώνει,

αποφυγή μόλυνσης κ.λπ.), τις δομές διαχείρισης κ.ά.

Στην εποχή μας όλες οι εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν μπορεί παρά

να εμβαπτιστούν στον «νέο οικονομικό κύκλο» που είναι γνωστός ως «κοινωνία της

πληροφορίας» και που είναι συμβατός με την έννοια του όρου «αειφορία».

Το νέο περιβάλλον μπορεί να κατανοηθεί ως ανάπτυξη των τεχνολογιών της

πληροφορίας και των επικοινωνιών σε συνδυασμό με την αλλαγή της δομής και των

δραστηριοτήτων της οικονομίας (δικτυακή οικονομία, οικονομία της γνώσης

κ.λπ.).

Τα χαρακτηριστικά της πληροφορίας (ταχύτητα και τρόπος μετάδοσης) μειώνουν τη

σημασία της γεωγραφικής απόστασης όσον αφορά τις δραστηριότητες των

επιχειρήσεων και την ανταλλαγή των εμπειριών.

H κοινωνία της πληροφορίας έχει γίνει η κύρια δύναμη της αλλαγής στην

παγκόσμια οικονομία. H ανάπτυξη μιας περιφέρειας εξαρτάται από τη δυνατότητά

της να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και την

ενσωμάτωσή της στη φιλοσοφία της δικτυακής οικονομίας. Όπως είναι φυσικό, η

κοινωνία της πληροφορίας δεν περιορίζεται μόνο στις οικονομικές

δραστηριότητες, αλλά έχει κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις (το Internet

έχει γίνει μέρος της οικογενειακής ζωής, η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση

επιταχύνεται και η αποξένωση διευρύνεται). Οι επιπτώσεις από την ανάδυση της

κοινωνίας της πληροφορίας, τόσο στην οικονομία όσο και την κοινωνική οργάνωση

μιας περιφέρειας, δεν είναι πάντα θετικές. Π.χ. ο ψηφιακός αποκλεισμός

επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη των απομονωμένων περιοχών.

Ανά τους αιώνες, η κοινωνική και οικονομική ζωτικότητα των κοινωνιών των

περιφερειών έχει επηρεαστεί από τη γεωγραφική απόσταση και την αραιοκατοίκηση.

Οι δύο αυτοί παράγοντες είχαν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής

και την ερήμωση πολλών περιοχών. Στην πατρίδα μας το τελευταίο τέταρτο του

περασμένου αιώνα τα δύο αυτά μειονεκτήματα έχουν αντιμετωπιστεί, σε μεγάλο

βαθμό, με τη βελτίωση των οδικών δικτύων και των επικοινωνιών. H αντίδραση

όμως της πολιτείας ήρθε αργά!

H γεωγραφική απόσταση από τα αστικά κέντρα και η αραιοκατοίκηση τείνουν να

συνδυαστούν με τον πολιτισμικό συντηρητισμό, την αντίδραση στην καινοτομία,

την περιορισμένη πρόσβαση στην πληροφορία, την ανεργία, την ελλειμματική

παιδεία και ιατρική φροντίδα και φυσικά την αδυναμία αφομοίωσης κουλτούρας,

νέων τεχνολογιών κ.ά.

Το ερώτημα είναι: μπορεί η κοινωνία της πληροφορίας να εξαλείψει τα

μειονεκτήματα αυτά; H απάντηση είναι: ίσως ναι. Για τον σκοπό αυτό

απαιτούνται: 1) υποδομές (ευρυζωνικά δίκτυα και υπηρεσίες που να εγγυώνται την

απρόσκοπτη και διαφανή πρόσβαση όλων των πολιτών στην πληροφορία και τα

συστήματα επικοινωνίας), 2) διάχυση κουλτούρας νέων τεχνολογιών, 3)

εκπαίδευση, 4) δεξιότητες και 5) κυβερνητικές πολιτικές που θα ενισχύουν τη

συμμετοχή των περιφερειών στην κοινωνία της πληροφορίας.

H πατρίδα μας, στην προσπάθειά της να ενταχθεί στις έμπειρες κοινωνίες, πρέπει

να ελαχιστοποιήσει τα γνωστά προβλήματα των περιφερειών της. H κοινωνία της

πληροφορίας, η εκπαίδευση και οι διαχρονικές αξίες του πολιτισμού μας μπορούν

να διαμορφώσουν το κατάλληλο περιβάλλον αισιοδοξίας και αειφορίας για την

ανάδειξη των περιφερειών μας ως το συγκριτικό μας πλεονέκτημα στο

διαμορφούμενο «γίγνεσθαι».

Ο καθηγητής Χρήστος B. Μασσαλάς είναι πρύτανης του Πανεπιστημίου

Ιωαννίνων και πρόεδρος της Δ.E. του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας