Οι 15χρονοι Έλληνες μαθητές δυσκολεύονται περισσότερο από όλους τους

Ευρωπαίους συνομηλίκους τους να κατανοήσουν δεδομένα που συναντούν συχνά στην

καθημερινή ζωή, όπως στατιστικούς πίνακες, γραφικές παραστάσεις, χάρτες,

διαγράμματα, πιστοποιητικά, διάφορες φόρμες αιτήσεων, καταλόγους!

Τρεις στους δέκα δεν καταλαβαίνουν σχεδόν τίποτα όταν συναντούν τέτοια

δεδομένα και μόλις 17,9% κατανοούν καλά και πολύ καλά αυτό που βλέπουν, ενώ οι

υπόλοιποι κατανοούν με μέτρια και αρκετή δυσκολία. Το ποσοστό εκείνων που δεν

κατανοούν σχεδόν τίποτα είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη, ενώ το ποσοστό εκείνων

που καταλαβαίνουν καλά είναι το δεύτερο χαμηλότερο, μετά το Λουξεμβούργο…

Εξάλλου, περισσότερα από 4 στα 10 κορίτσια (46%) στην ηλικία αυτή, το

υψηλότερο ποσοστό μεταξύ 20 ευρωπαϊκών κρατών, δεν διαβάζουν σχεδόν τίποτα

εξωσχολικό εκτός από κάποια περιοδικά, όπως και ένα στα τέσσερα (24,7%)

αγόρια. Σε γενικές γραμμές, η ικανότητα κριτικής σκέψης των 15χρονων Ελλήνων

μαθητών βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με άλλες χώρες.

Ικανότητες. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ η ικανότητά τους να αξιολογήσουν

ένα κείμενο, δηλαδή να αντιπαραβάλουν δικές τους γνώσεις σε αυτό και να το

σχολιάσουν, βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο (32,3% των 15χρονων στην Ελλάδα

αξιολογούν καλά και πολύ καλά ένα κείμενο, με μέσο όρο στο 33,4%, με χώρες

όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Δανία κ.ά. να έχουν χειρότερη επίδοση),

οι ικανότητές τους να αντλήσουν συγκεκριμένες πληροφορίες από το κείμενο, να

τις συνδυάσουν, καθώς και να το ερμηνεύσουν, απέχουν. Ποσοστό μόλις 17,6%

κατορθώνει να αντλεί καλά και πολύ καλά πληροφορίες (με Μ.Ο. 32,8%) και μόλις

ένας στους πέντε (19,9%, με Μ.Ο. 31,6%) μπορεί να το ερμηνεύσει με καλό και

πολύ καλό τρόπο.

Αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση, σε ό,τι αφορά

την ικανότητα άντλησης πληροφοριών και την ικανότητα ερμηνείας κειμένου,

ανάμεσα σε 20 ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία, και στην 25η

θέση μεταξύ των 31 χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης

(ΟΟΣΑ). Τελευταία χώρα στην Ευρώπη είναι το Λουξεμβούργο και σχεδόν στην ίδια

θέση με εμάς, η Πορτογαλία.



Απογοητευτικά συμπεράσματα

Τα απογοητευτικά στοιχεία, προκύπτουν από νέα ανάλυση δεδομένων, ειδικών για

το ζήτημα της κριτικής σκέψης των 15χρονων μαθητών, που έκαναν τον Νοέμβριο

του 2002 αναλυτές του ΟΟΣΑ, στηριζόμενοι σε στοιχεία έρευνας του 2000 σε

περίπου 250.000 15χρονους μαθητές από 31 χώρες και τα οποία έχουν ήδη

δημοσιευθεί.

Μεταξύ άλλων, λοιπόν, προκύπτει ότι:

1. Υπάρχουν 5 χώρες – Ελλάδα, Ιταλία, Πολωνία, Βραζιλία και Μεξικό –

στις οποίες οι 15χρονοι εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις ως προς την κατανόηση

ενός συμβατικού κειμένου και την κατανόηση μη τυπικών κειμένων, δηλαδή

δεδομένων που παρουσιάζονται σε γραφήματα, πίνακες, στατιστικές, διαγράμματα,

κ.λπ. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι «αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι

στις συγκεκριμένες χώρες ακολουθείται πιο παραδοσιακό πρόγραμμα στα μαθήματα

γλώσσας, που δίνει έμφαση στον πεζό λόγο και την έκθεση, αλλά όχι σε μη τυπικά

κείμενα και δεδομένα, τα οποία όμως συναντά συχνά κανείς στην ακαδημαϊκή και

την καθημερινή του ζωή». Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Ελλάδα το 31% των

15χρονων (το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των 20 ευρωπαϊκών κρατών) δεν

καταλαβαίνουν σχεδόν τίποτα από ανάλογα δεδομένα, με προτελευταίους τους

Πορτογάλους. Αντίθετα, Φινλανδοί, Βέλγοι, Ιρλανδοί και Νορβηγοί έχουν τις

καλύτερες επιδόσεις.

2. Στο θέμα της ανάγνωσης εξωσχολικών βιβλίων, συνολικό ποσοστό 35,4%

των Ελλήνων 15χρονων δεν διαβάζει σχεδόν τίποτα, με εξαίρεση ίσως περιοδικά,

αντί 21,8% που διαβάζει πολύ και κυρίως βιβλία. Στο γενικό αυτό ποσοστό δεν

είμαστε τελευταίοι, αφού υπάρχουν και χειρότεροι, όπως οι Λουξεμβούργιοι

(39,4%), οι Βέλγοι (36,3%), και οι Ισπανοί (36,2%). Όμως, αν δει κανείς τα

ποσοστά ανά φύλο, τότε τα 15χρονα κορίτσια από την Ελλάδα αναδεικνύονται σε

αρνητικές πρωταγωνίστριες, με το 46% να μη διαβάζει σχεδόν τίποτα. Τις σώζει

πάντως το γεγονός ότι ταυτόχρονα στο αντίθετο άκρο, στα ποσοστά των παιδιών

που διαβάζουν πολύ, οι Ελληνίδες έφηβες με 25,3% ξεπερνούν τόσο τα αγόρια

(18,%), όσο και πολλές Ευρωπαίες συνομήλικές τους, όπως τις Ιταλίδες (24%),

τις Δανές (22,8%), τις Βελγίδες (17,6%), τις Νορβηγίδες (21%), τις Φινλανδές

(18,6%), τις Γαλλίδες (22,8%) κ.ά. Εμφανίζεται λοιπόν ένα χάσμα, με περίπου

τις μισές έφηβες να μη διαβάζουν σχεδόν τίποτα εξωσχολικό, αλλά και μία στις

τέσσερις να διαβάζει πολύ.

3. Τέλος, σε ό,τι αφορά την κριτική σκέψη, ποσοστό 33% των Ελλήνων

15χρονων δεν μπορεί καθόλου ή μόλις που καταφέρνει να αντλήσει πληροφορίες από

ένα κείμενο, μόλις 4,1% μπορεί πολύ καλά και 13,5% καλά. Αντίστοιχα, στο κάτω

άκρο της κλίμακας, ποσοστό 22,6% δεν καταφέρνει καθόλου είτε καταφέρνει

στοιχειωδώς να ερμηνεύσει ένα κείμενο, ενώ μόνο 3,7% το ερμηνεύει εξαιρετικά

και 16,2% καλά. Τέλος, ποσοστό 22,2% δυνατεί να αξιολογήσει το κείμενο, αντί

12,5% που το αξιολογεί υπέροχα και 19,8% που το αξιολογεί καλά.

Σημειώνεται, πάντως, ότι όταν είχαν εκδοθεί τα αρχικά αποτελέσματα, ο υπουργός

Παιδείας κ. Π. Ευθυμίου είχε επισημάνει ότι η έρευνα στηρίχτηκε σε

αγγλοσαξονικά εκπαιδευτικά συστήματα, γεγονός που ερμηνεύει εν μέρει την κακή

εικόνα, καθώς τα συστήματα αυτά έχουν άλλη προσέγγιση της διδακτικής

διαδικασίας.



Γ. Μπαμπινιώτης: «Δεν υστερούν τα παιδιά μας, αλλά η διδασκαλία»

Γιώργος Μπαμπινιώτης, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι μαθητές δεν έχουν

ασκηθεί αρκετά ώστε να καταλαβαίνουν διαγράμματα, γραφήματα κλπ.

Ο καθηγητής γλωσσολογίας και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γ.

Μπαμπινιώτης, μιλώντας στα «ΝΕΑ» επεσήμανε ότι το πρόβλημα δεν αφορά τόσο το

επίπεδο σκέψης των παιδιών, όσο τον τρόπο διδασκαλίας τους. Τόνισε ότι η

διδασκαλία της γλώσσας στο σχολείο πρέπει να γίνει πιο συστηματική, η

κατάρτιση των εκπαιδευτικών να βελτιωθεί, όπως και τα βιβλία.

Ειδική διεργασία.

«Το γεγονός ότι οι μαθητές μας μπορούν και αξιολογούν ένα κείμενο αρκετά καλά,

σημαίνει ότι δεν υστερούν σε αντιληπτική ικανότητα. Πραγματικά όμως, η άντληση

πληροφοριών μέσα από ένα κείμενο χρειάζεται ειδική νοητική διεργασία, όπως

λ.χ. τον εντοπισμό λέξεων-κλειδιών κι αυτό είναι κάτι που απαιτεί τεχνικές

διδασκαλίας, στις οποίες σήμερα δεν επιμένουμε.

Ελλείψεις στην εκαπαίδευση.

Επίσης, είναι αλήθεια ότι οι μαθητές δεν είναι εξοικειωμένοι με τα

«εξωγλωσσικά», όπως γραφήματα, διαγράμματα, στατιστικούς πίνακες κ.λπ., παρότι

τα συναντούν συχνά στην καθημερινή ζωή. Και αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχουν

ασκηθεί αρκετά, συνεπώς είναι επόμενο να μην πολυκαταλαβαίνουν. Πρόκειται

λοιπόν για έλλειψη, κυρίως στην εκπαίδευση που τους δίνουμε, στην οποία,

θεωρώ, ότι πρέπει να δοθεί έμφαση».