«Με προσέλαβαν πριν από δύο χρόνια μαζί με δύο ακόμη άντρες, την ίδια

περίοδο. Είχαμε τα ίδια προσόντα, πτυχίο ΑΕΙ και μάστερ, την ίδια ηλικία, όμως

σ’ εκείνους δώσανε υψηλότερο μισθό».

Η κάρτα που κυκλοφόρησε από το «Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας»

Η εικοσιπεντάχρονη Ελευθερία Τόσκα διηγείται την πρώτη, και τελευταία μέχρι

στιγμής, επαγγελματική εμπειρία της, αφού τελικά παραιτήθηκε: «Εγώ ξεκίνησα

στη χρηματιστηριακή με 300 χιλιάδες, ενώ εκείνοι με 350. Στην πορεία, κάνοντας

ακριβώς την ίδια δουλειά με μένα, πήραν μεγαλύτερες αυξήσεις. Μάλιστα, ο ένας

έγινε και προϊστάμενος. Όταν η αύξηση που εγώ πήρα ήταν δυσανάλογα χαμηλή με

εκείνων, η απάντηση που πήρα από τον τμηματάρχη μου ήταν: «Λυπάμαι. Δεν μπορώ

να κάνω τίποτα περισσότερο. Ή κάθεσαι ή φεύγεις». Ούτε business card δεν μου

έβγαλαν. Έκανα αίτηση για κάρτα και μου την ακύρωσαν. Ρεζίλι έγινα».

Είναι η ελληνική κοινωνία μια σεξιστική κοινωνία; Η ενστικτώδης απάντηση θα

έπρεπε να είναι «όχι, δεν είναι». Οι Ελληνίδες, αν το καλοσκεφτείτε, τα

τελευταία δεκαπέντε-είκοσι χρόνια έχουν κάνει σημαντικά και αναμφισβήτητα

βήματα προόδου. Έχουν «βγει» μαζικά από το σπίτι, συμμετέχουν πια ενεργά στο

εργατικό δυναμικό της χώρας και είναι καλύτερα μορφωμένες από οποτεδήποτε στο

παρελθόν. Και, μάλιστα, είναι καλύτερα μορφωμένες από τους άνδρες.



Υπάρχουν ακόμα… γυναικεία και ανδρικά επαγγέλματα

Στην Ελλάδα σήμερα το ποσοστό των γυναικών με πανεπιστημιακό πτυχίο έχει

ανεβεί στο 57,8% και απ’ ό,τι φαίνεται θα συνεχίσει να ανεβαίνει, ενώ το

αντίστοιχο των ανδρών φτάνει μόλις το 42,2 %. Κάτι που θα έπρεπε βέβαια να

αντανακλάται στην αγορά εργασίας, μέσα από τις ευκαιρίες απασχόλησης, τις

εργασιακές σχέσεις, την επαγγελματική θέση και ταυτότητα των γυναικών και,

κυρίως, μέσα από την ίση αμοιβή με τους άνδρες, για θέσεις ίσης αξίας. Κάτι

που όμως δεν συμβαίνει.

Στην Ελλάδα το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό είναι,

σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία, 49,7%, το χαμηλότερο ποσοστό

απ’ όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και εκτός από το θλιβερό αυτό

49,7%, οι Ελληνίδες εργαζόμενες αμείβονται σε μέσο όρο μόνο με το 82% της

αμοιβής των ανδρών συναδέλφων τους, καταλαμβάνουν συνήθως (και σε αντίθεση με

το μορφωτικό τους επίπεδο) τα κατώτερα κλιμάκια στην ιεραρχία των

επαγγελμάτων, προάγονται με βραδύτερο ρυθμό και, ίσως το χειρότερο όλων,

υφίστανται στον χώρο δουλειάς σε όχι λίγες περιπτώσεις σεξιστικές διακρίσεις,

ακόμη και σεξουαλικές παρενοχλήσεις.

«Παγκόσμιο φαινόμενο». Μια κατάσταση που, σύμφωνα με την πρόεδρο του

Κέντρου Ερευνών Για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ), Βάσω Αρτινοπούλου, «δεν αποτελεί,

βέβαια, μόνον ελληνικό φαινόμενο, αλλά παγκόσμιο. Στην Ελλάδα, οι γυναίκες

καθυστέρησαν απελπιστικά να βγουν στη μισθωτή εργασία και γι’ αυτό οι

διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος και οι θεσμοί της Πολιτείας για πολλά

χρόνια δεν έπαιρναν υπόψη τους το γεγονός ότι οι γυναίκες μπαίνουν με άνισους

όρους στην αγορά εργασίας, ότι αντιμετωπίζουν πλήθος ανισότητες και διακρίσεις

στην επαγγελματική τους ζωή. Αυτό είναι μια αδικία εις βάρος τους που πρέπει

να αποκατασταθεί».

Έρευνα. Με βάση μια έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη και που κάνει για

λογαριασμό του ΚΕΘΙ η ερευνήτρια και εμπειρογνώμων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

για την Απασχόληση και την Ισότητα, Μαρία Καραμεσίνη, το συνολικό μισθολογικό

χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών οφείλεται κατά κύριο λόγο στην άνιση πρόσβαση

των φύλων στα ίδια επαγγέλματα και στους ίδιους κλάδους της οικονομίας. Οι

εργαζόμενες γυναίκες συγκεντρώνονται, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι άντρες στα

«γυναικεία επαγγέλματα» που είναι χαμηλότερα αμειβόμενα από τα «αντρικά».

Δύσκολη η πρόσβαση. Όμως ακόμη και στις όχι λίγες περιπτώσεις που οι

γυναίκες αποφασίσουν να περιφρονήσουν τον διαχωρισμό αντρικών-γυναικείων

επαγγελμάτων για να σταδιοδρομήσουν σ’ ένα «ανδρικό» επάγγελμα, η πρόσβασή

τους σε πόστα που έχουν να κάνουν με τη λήψη αποφάσεων και άσκησης εξουσίας

είναι από δύσκολη έως προβληματική. Το ποσοστό των γυναικών που συμμετέχουν σε

υψηλόβαθμες θέσεις είναι πενιχρό, εκτός του ότι οι θέσεις που καταλαμβάνουν οι

γυναίκες είναι θέσεις περισσότερο οργανωτικής σημασίας χωρίς πραγματικές

αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων. Κάτι που, σύμφωνα με την έρευνα της Μ.

Καραμεσίνη για το ΚΕΘΙ, έχει να κάνει περισσότερο με κοινωνικά ταμπού και

εργοδοτικές προκαταλήψεις όσον αφορά τη μελλοντική ανταποδοτικότητα των

γυναικών σε σχέση με τις οικογενειακές υποχρεώσεις τους αλλά και τον δυναμισμό

και τις ικανότητές τους να σταδιοδρομήσουν σε υψηλά ιεραρχικά επίπεδα.

«Αναπαράγονται τα πρότυπα». Η Στέλλα Βουλγαράκη, σύμβουλος στην

εταιρεία επιλογής ανώτατων στελεχών Boyden, συμφωνεί ότι υπάρχουν διακρίσεις.

«Όταν ένας πελάτης μού ζητάει εμπορικό διευθυντή ή διευθυντή πωλήσεων», λέει

χαρακτηριστικά, «δεν διευκρινίζει ότι θέλει άνδρα, αλλά το καταλαβαίνω».

«Γενικά, στις εταιρείες, στις υψηλόβαθμες διοικητικές θέσεις, ασχέτως

ειδικότητας, είναι άντρες όλοι. Πολύ σπάνια θα βρεις γυναίκα. Δεν πρόκειται να

βρείτε, για παράδειγμα, οικονομική διευθύντρια στο 90% των εταιρειών. Τα

οικονομικά θεωρούνται αντρική υπόθεση γιατί απαιτούν αναλυτική σκέψη,

σχολαστικότητα, λεπτομέρεια, στην αγορά όλα αυτά ισούνται με άντρας. Αυτή

είναι πραγματικότητα. Έψαχνα πρόσφατα για μια θέση οικονομικού διευθυντή για

έναν πελάτη μας και στα 35 interviews που έκανα είδα μόνο δύο γυναίκες. Άλλες

δεν υπήρχαν. Το θέμα, βέβαια, είναι ότι από ένα σημείο και μετά δεν είναι

απαραίτητο για μια εταιρεία να κάνει διάκριση κατά των γυναικών, γιατί

απλούστατα δεν υπάρχουν. Ίσως γιατί οι διακρίσεις έχουν ξεκινήσει πολύ

νωρίτερα – από τότε που γεννηθήκαμε. Από το πώς η ελληνική κοινωνία μεγαλώνει

τα αγόρια και τα κορίτσια».

Μπορεί να είναι σύμπτωση, αλλά οι γυναίκες που συνάντησα πιστεύουν στην

πλειονότητά τους ότι το τι επάγγελμα κάνεις τελικά «είναι δύο στις τρεις φορές

προϊόν και αποτέλεσμα οικογενειακής ανατροφής και διαπαιδαγώγησης». Και το ότι

«όσο οι ρόλοι», όπως μου είπε μια από αυτές γεμάτη αγανάκτηση, «και οι

υποχρεώσεις των δύο φύλων μέσα στην οικογένεια παραμένουν άνισοι τόσο οι

εργοδότες θα στηρίζονται πάνω σ’ αυτή τη διαφορά επιβάλλοντας διακρίσεις».

«Ήμουν διευθύντρια και μου έφεραν άνδρα συνδιευθυντή»!

«Αντιμετώπισα μειωτική συμπεριφορά, γι’ αυτό τα «βροντάω»», λέει η Αγγελική

Πετρουλάκη, γενική διευθύντρια μεγάλης Χρηματιστηριακής

«Ως γυναίκα παίζεις σε ένα παιχνίδι που είναι άνισο – δεν τίθεται θέμα», λέει

η κ. Αγγελική Πετρουλάκη, γενική διευθύντρια μεγάλης Χρηματιστηριακής

εταιρείας, μέχρι το τέλος του Δεκεμβρίου, αφού αποφάσισε (για να δανειστώ την

φράση φίλου οικονομικού συντάκτη) «να τα βροντήξει». «Μπορεί ο χαρακτήρας μου

– δυναμισμός με χαμόγελο – να με βοήθησε στο να μην τρώω πολλά καπελώματα

αλλά, γενικά, στην καριέρα μου έχω δει ότι οι άνδρες παρά τα ίδια προσόντα και

τα ίδια χρόνια προϋπηρεσίας με γυναίκες συναδέλφους τους, προωθούνται πιο

εύκολα σε ανώτερα κλιμάκια. Χώρια ότι υπάρχει μια νοοτροπία ότι οι γυναίκες

πρέπει να παίρνουν λιγότερα χρήματα από τους άνδρες συναδέλφους τους. Όταν,

για παράδειγμα, εργάσθηκα πρώτη φορά σαν χρηματιστής, και παρά το γεγονός ότι

ήμουν στον χώρο ήδη γνωστή, ξεκίνησα να δουλεύω σαν τρίτος χρηματιστηριακός

εκπρόσωπος με πολύ λιγότερα από τους άλλους δύο εκπροσώπους που ήταν άνδρες.

Αρχικά δεν ήξερα τι μισθό έπαιρναν οι άλλοι, αλλά σύντομα ανακάλυψα ότι ο

μισθός μου ήταν σχεδόν στα μισά από εκείνα που έπαιρναν εκείνοι. Ακόμη κι όταν

έφτασα να έχω την διεύθυνση της εταιρείας, όταν ερχόταν η ώρα των bonus

γινόταν συζήτηση, επειδή ακριβώς ήμουν γυναίκα, αν το δικό μου το bonus θα

ήταν περίπου ίσο με εκείνο των χρηματιστών που ήταν ιεραρχικά κατώτεροι μου.

Τότε ήταν που κατάλαβα ότι έπαιζε μεγάλο ρόλο το γεγονός ότι ήμουν γυναίκα.

Και το συνειδητοποίησα πλήρως όταν πήρα τα ηνία της εταιρείας που εργάζομαι

αφού κάποια στιγμή, ενώ όλα πήγαιναν πρίμα, σκεφτήκανε (το Διοικητικό

Συμβούλιο) να μου φέρουνε και έναν άνδρα σαν συνδιευθυντή! Άκρως προσβλητική

και μειωτική συμπεριφορά. Πώς θα μπορούσε να υπάρχει ένας άλλος που να είναι

επίσης διευθυντής, όταν εγώ ήμουν η διευθύντρια; Δηλαδή, για να κερδίσει μια

γυναίκα την αναγνώριση των ανδρών συναδέλφων της, θα πρέπει να αποδεικνύει

κάθε λεπτό της ώρας ότι ξέρει τη δουλειά της. Υπάρχει μια τάση για καπέλωμα,

μια αμφισβήτηση και από τους από κάτω και από τους από πάνω. Έγιναν πρόσφατα

κάποιες συσκέψεις και ελήφθησαν κάποιες σημαντικές αποφάσεις χωρίς να είμαι

εγώ, η γενική διευθύντρια και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, παρούσα. Κάτι

που θεώρησα εξαιρετικά μειωτικό γι’ αυτό και αποφάσισα να φύγω».