Τα κέντρα των μεγάλων πόλεων προτιμούν εργένηδες, μητέρες μόνες και τα

μονομελή νοικοκυριά. Στα προάστια, φιλοξενούνται παραδοσιακά πολυμελείς

οικογένειες – συνήθως μαζί με τον παππού και τη γιαγιά.

Η κατανομή των οικογενειών μέσα στην πόλη (σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η

Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, το Ηράκλειο, ο Βόλος και η Λάρισα) δεν είναι

τυχαία. «Μένω στο Κέντρο γιατί με εξυπηρετεί, παρά τα μειονεκτήματά του». Η κ.

Πολυξένη Βαμβάκου είναι μητέρα ενός 12χρονου αγοριού και μένουν οι δυο τους σε

ένα τριάρι στον Άγιο Παύλο, στη Λιοσίων. Μία περιοχή του κέντρου της Αθήνας,

το οποίο, σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής της Εθνικής

Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ), φιλοξενεί τις περισσότερες (σε σύγκριση με το

υπόλοιπο Λεκανοπέδιο) μονογονεϊκές οικογένειες, τα ζευγάρια σε ελεύθερη

συμβίωση και τα μονομελή νοικοκυριά. «Όλες οι υπηρεσίες είναι δύο βήματα από

το σπίτι μου. Κι αυτό σημαίνει λιγότερο χρόνο για μετακινήσεις. Όταν είσαι

μόνος σου, ο χρόνος είναι πολύτιμος», αναφέρει η κ. Βαμβάκου.

Είναι και θέμα… ιστορίας

«Η επιλογή του τόπου διαμονής φαίνεται να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το

είδος και την ιστορία της κάθε οικογένειας» σημειώνει ο καθηγητής Κοινωνικής

Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Θωμάς Μαλούτας, ο οποίος έχει

μελετήσει το θέμα, στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ). Εξηγεί ότι

κατά την περίοδο της ανάπτυξης των αστικών κέντρων, τα προάστια υπήρξαν αρχικά

χώρος εγκατάστασης των λαϊκών στρωμάτων – παραδοσιακές οικογένειες δηλαδή.

Ενδεικτικά παραδείγματα, οι δήμοι γύρω από τον Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκαν

κυρίως πρόσφυγες και ασθενέστερες οικονομικά τάξεις. Εκεί, μέχρι και σήμερα,

συναντά κανείς όλους τους συγγενείς κοντά – ζουν σε απόσταση μερικών μόνο

οικοδομικών τετραγώνων.

«Με τα χρόνια, όμως, το Κέντρο υποβαθμίστηκε ποιοτικά και συγχρόνως μειώθηκε

και το κόστος ζωής» εξηγεί η κοινωνική ανθρωπολόγος κ. Γιούλη Μπαγιετάκου. Το

μειωμένο κόστος ζωής και διαμονής κρατά πολλές μονογονεϊκές οικογένειες στο

κέντρο της πόλης. «Μόλις ορθοποδήσω οικονομικά, σκέφτομαι να μετακομίσω», λέει

η κ. Βαμβάκου. Έρευνα για λογαριασμό του Κέντρου για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ),

που πραγματοποίησε η ερευνήτρια του ΕΚΚΕ δρ Λάουρα Μαράτου – Αλιμπράντη,

επιβεβαιώνει πως δύο στις δέκα γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες το παιδί τους

ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, άρα η φτηνή στέγη είναι το ζητούμενο.

Η κ. Αλιμπράντη σημειώνει πως η διασφάλιση της ανωνυμίας είναι ένας από τους

λόγους που κρατούν τις ανύπαντρες μητέρες στα κέντρα των πόλεων. «Θέλουν να

αποφύγουν την κοινωνική απόρριψη, την προκατάληψη εναντίον τους, που δυστυχώς

εκφράζεται από μια μερίδα της κοινωνίας. Αισθάνονται πολύ καλύτερα σε μία

μεγάλη πολυκατοικία στο Κέντρο, όπου δεν γνωρίζουν τους διπλανούς ενοίκους,

παρά σε μία γειτονιά όπου όλοι είναι γνωστοί και όπου θα νιώθουν τα μάτια

συνεχώς καρφωμένα πάνω τους».

Και οι μετανάστες

Τα κέντρα των πόλεων επιλέγουν και οι οικονομικοί μετανάστες, συντελώντας έτσι

στην αύξηση του αριθμού των μονομελών νοικοκυριών σ’ αυτές τις περιοχές. Στην

απογραφή του 2001 ο αριθμός των μεταναστών έφτασε τις 800.000. «Οι

περισσότεροι από αυτούς ζουν μόνοι τους και κυρίως στις μεγάλες πόλεις της

περιφέρειας» λέει η κυρία Μαράτου – Αλιμπράντη. «Μόνο όταν νομιμοποιηθούν

φέρνουν την οικογένειά τους στην Ελλάδα».

Τα στοιχεία της απογραφής δείχνουν πως στις πυκνοκατοικημένες, κεντρικές

περιοχές αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των νέων άνθρωποι που εγκαταλείπουν μεν

την οικογενειακή εστία, αλλά εξακολουθούν και μένουν στην ίδια γειτονιά ή και

στην ίδια πολυκατοικία μόνοι τους ή σε ελεύθερη συμβίωση, προσθέτει η κ.

Μπαγιετάκου. «Αντίθετα, στην περιφέρεια, τα μονομελή νοικοκυριά αποτελούνται

κυρίως από μετανάστες και ηλικιωμένα άτομα που έχουν χάσει τον/τη σύντροφό

τους».

3 οικογένειες 32 χρόνια μαζί

«Μένω μαζί με τον άνδρα μου, την οικογένεια της κόρης μου και την

οικογένεια του αδερφού μου στην ίδια διώροφη κατοικία, 32 χρόνια τώρα. Δεν το

αλλάζω με τίποτα», λέει η κ. Βάσω Πουλημένου (φωτογραφία), που μένει στον Άγιο

Δημήτριο. Εννιά άτομα στο ίδιο κτίριο, με τις πόρτες των σπιτιών ανοιχτές, με

τα παιδιά να μεγαλώνουν μαζί. Είναι μια από τις παραδοσιακές (εκτεταμένες)

οικογένειες που ζουν στο Λεκανοπέδιο. «Το ιδανικό μάλιστα θα ήταν να ζούσε και

ο παντρεμένος γιος μαζί μας. Τσακωνόμαστε, τα ξαναβρίσκουμε, βοηθάει ο ένας

τον άλλο όσο μπορούμε. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν νιώθουμε ποτέ μοναξιά

ό,τι και να γίνει. Πάντα υπάρχει κάποιος να σε βοηθήσει» λέει.