Οι γενικοί προσανατολισμοί λύσης του Κυπριακού που πρότεινε ο γ.γ. του ΟΗΕ

Κόφι Ανάν και που ήδη γνωρίζουμε είναι απελπιστικά μαξιμαλιστικοί υπέρ των

Τούρκων: Νομιμοποιούν τα τετελεσμένα του 1974, αντίκεινται στις αποφάσεις του

ΟΗΕ, αποσκοπούν στη δημιουργία ενός τερατώδους, μη λειτουργικού και

αντιδημοκρατικού μορφώματος και ουσιαστικά με διεθνή πλέον συμφωνία θέτουν για

πάντα τους Κυπρίους υπό την υψηλή στρατηγική εποπτεία της Τουρκίας και της

Μεγάλης Βρετανίας. Πιο συγκεκριμένα, τα σχέδια παραπέμπουν σ’ ένα πολιτειακό

μόρφωμα όπου η λήψη αποφάσεων για τα εσωτερικά ζητήματα τάξης – δικαιοσύνης

και για τις διεθνείς σχέσεις θα εξαρτάται από δαιδαλώδεις διαδικασίες που δεν

συναντώνται σε κανένα βιώσιμο κράτος. Σε όλα τα δημοκρατικά κράτη η

πλειονότητα αποφασίζει και η μειονότητα ακολουθεί, με δεδομένο πως

διασφαλίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματά της. Αυτό που προτείνεται είναι η

παράκαμψη αυτών των κλασικών πολιτειακών αρχών για να ζητηθεί από την

κοινωνικά ανομοιογενή κυπριακή κοινωνία να παρακάμψει πάγιες δημοκρατικές

αρχές. Της ζητείται, ουσιαστικά, να αρχίσει μια καθημερινή κοινωνικοπολιτική

σχοινοβασία με κριτήριο επιτυχίας ανορθολογικές ψυχολογικές αποφάνσεις, όπου

πρωτάκουστες «επιτροπές συμφιλίωσης» θα βοηθούν στη «συμμόρφωση» σ’ αυτό το

άνωθεν επιβληθέν πολιτειακό τέρας.

Ημόνη νοητή «λογική» αποδοχής συζήτησης τέτοιων σχεδίων, είναι το ενδεχόμενο

επιστροφής κάποιων εδαφών ούτως ώστε, όταν αναπόφευκτα θα υπάρξουν επεισόδια

και τελική διχοτόμηση (με την οποία πολλοί ορθότατα διαφωνούν ζητώντας αντί

αυτής ενιαίο και δημοκρατικό κράτος), θα αφήσει, ενδεχομένως, τους

Ελληνοκυπρίους με περισσότερα εδάφη. Τέτοιες σκέψεις, όμως, είναι κουτοπόνηρες

και παγιδευτικές. Απλά, οι Τούρκοι δεν είναι ηλίθιοι. Εκτός του ότι κατά πάγια

τακτική θα ζητήσουν ακόμη περισσότερα από αυτά που τους δίνει το σχέδιο, η

πείρα δείχνει πως είναι αριστοτέχνες στις μεθόδους δυναμιτισμού ενός κράτους

που θα βρίσκεται σε «μεταβατική φάση». Έτσι, σε κάθε περίπτωση και σε τελική

ανάλυση, αν εμείς παγιδευτούμε σε αποδοχή των διχοτομικών προνοιών του σχεδίου

του Γ.Γ., θα μείνει σ’ αυτούς το «εταιρικό» και το «εγγυητικό» κεκτημένο επί

ολόκληρης της Κύπρου. Υπενθυμίζεται πως οι γενικόλογες αναφορές, σε ζητήματα

όπως η «κοινή ιθαγένεια», τα «ανθρώπινα δικαιώματα», η «ελευθερία

εγκατάστασης» και «κυριαρχίας του κοινού κράτους» είναι είτε κενές

περιεχομένου φράσεις είτε αντιφατικές. Συνολικά, όλα αυτά διέπονται από τη

διχοτομική λογική υπέρτερων ρητρών περί εταιρικού κράτους και πολιτικής

ισοτιμίας του 82% με το 18%.

Γιατί, λοιπόν, αφήσαμε να υποβληθούν αυτές οι τερατώδεις προτάσεις ένα μόλις

μήνα πριν από την ένταξη; Αν είχαμε αποτρέψει την υποβολή αυτών των απίστευτων

σχεδίων – που επί τρεις δεκαετίες ορθώς απορρίπταμε – το τετελεσμένο –

κεκτημένο της ένταξης θα διαμόρφωνε τη λύση προσελκύοντας τους Τουρκοκυπρίους

στο ενταγμένο πλέον ενιαίο κυπριακό κράτος όπου τα διακαιώματά τους θα ήσαν

πλήρως διασφαλισμένα και διεθνοπολιτικά εγγυημένα. Τώρα έχουμε εισέλθει σε

πολύ διαφορετική τροχιά: η ένταξη υπονομεύεται ενώ ως πολιτικά συστήματα στην

Κύπρο και την Ελλάδα λειτουργούμε υπό χρονικό και διπλωματικό εκβιασμό. Το

θέμα πλέον, νομίζω, είναι το ποιος θα μας βγάλει από αυτή την επικίνδυνη

πορεία! Μήπως οι Κύπριοι οι οποίοι περίπου με το πιστόλι στον κρόταφο

καλούνται να «αποφασίσουν» με δημοψήφισμα; Κάτι τέτοιο είναι σαν να

αναγνωρίζουμε στους Κύπριους ομοεθνείς μας το δικαίωμα ευθανασίας.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Έδρας Jean

Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.