Λίγους μήνες μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 ιδρύθηκε στην

Τουρκία ένα στρατιωτικό μουσείο για τη νίκη των Μεχμετζίκ. Στα εκθέματά του

συμπεριλαμβάνεται και μια σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας με τον

διευκρινιστικό τίτλο: «Σημαία της πρώην Κυπριακής Δημοκρατίας».

Η πάγια θέση των Τούρκων μετά την εισβολή ήταν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία των

Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου (1959 -1960) και η νομική της υπόσταση

καταλύθηκαν από τα τουρκικά όπλα το 1974 και ότι στην Κύπρο δημιουργήθηκε μια

«νέα πραγματικότητα» που θα πρέπει να γίνει αποδεκτή και να κατοχυρωθεί

νομικά. Εκ των πραγμάτων απεδείχθη ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν καταλύθηκε ως

νομική οντότητα. Πανηγυρική απόδειξη ως προς τούτο είναι και η επικείμενη

ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το πρώτο πρόβλημα με το Σχέδιο Ανάν είναι η διατύπωση ότι ιδρύεται μια «νέα

κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο». Ποια είναι αυτή; Καταλύεται η Κυπριακή

Δημοκρατία των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου ή μετεξελίσσεται; Διότι εάν

καταλύεται, αυτό που οι Τούρκοι δεν πέτυχαν διά της βίας το 1974 – και με μία

πολιτική απειλών και εκβιασμών στις τρεις σχεδόν δεκαετίες που ακολούθησαν –

θα το πετύχουν με το Σχέδιο Ανάν, αν εμείς βέβαια το αποδεχθούμε. Αντίθετα, αν

έχουμε συνέχεια και μετεξέλιξη του κράτους, τότε τα πράγματα δεν είναι βέβαια

ανώδυνα αλλά δεν είναι και καταστροφικά. Από αυτά που διαρρέουν στον Τύπο δεν

διευκρινίζεται αν έχουμε κατάλυση ή μετεξέλιξη του κράτους. Μια επιτήδεια

κατασκευασμένη ομίχλη φαίνεται να καλύπτει το ζήτημα.

Το δεύτερο πρόβλημα με το Σχέδιο Ανάν εστιάζεται στη χρονική συγκυρία

κατάθεσής του, που αναπόφευκτα λαμβάνει τη μορφή εκβιασμού: ή το αποδεχόμαστε,

με κάποιες κοσμητικές αλλαγές για τα μάτια, ή ριψοκινδυνεύουμε την ένταξη. Ο

εκβιασμός αυτός, που δεν διατυπώνεται ευθέως αλλά υφίσταται στην περιρρέουσα

ατμόσφαιρα και λειτουργεί διαβρωτικά, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει

αποδεκτός. Αθήνα και Λευκωσία μπορούν και έχουν τον τρόπο να αντιμετωπίσουν

αυτό τον εκβιασμό. Αποδεχόμαστε, λοιπόν, ότι το σχέδιο αποτελεί βάση για

συζήτηση. Δεν το απορρίπτουμε, αλλά δεν πρέπει να δεσμευθούμε πριν από την

Κοπεγχάγη. Αν αξιωματούχοι της ελλαδικής και της κυπριακής πολιτείας νομίζουν

ότι δεν μπορούν να χειρισθούν την κατάσταση υπό την πίεση που θα τους ασκηθεί

τις επόμενες ημέρες, τότε δεν θα πρέπει να ασχολούνται με τα δημόσια και θα

έπρεπε προ πολλού να παραιτηθούν.

Ως προς την ουσία του, το Σχέδιο Ανάν δεν είναι δίκαιο. Είναι όμως βιώσιμο και

λειτουργικό; Ούτε αυτό το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί, διότι πρόκειται για ένα

περίπλοκο και χωρίς προηγούμενο σύστημα διακυβέρνησης που μόνο με συνεχή καλή

θέληση μπορεί να λειτουργήσει. Κατά πόσον υπάρχει αυτή η καλή θέληση, θα

διαφανεί στους επόμενους δυο – τρεις μήνες, μέχρις ότου – και εφόσον – λάβουν

χώρα τα δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα που προνοούνται στο Σχέδιο. Στο

μεσοδιάστημα όμως, θα είμαστε άξιοι της τύχης μας εάν Αθήνα και Λευκωσία

αποδειχθούν ανίκανες να εξασφαλίσουν τα κέρδη του θεσμικού αγώνα της ένταξης.

ΥΓ: Μια ένδειξη ότι η διαχείριση των πραγμάτων πορεύεται άσχημα θα είναι αν η

Αθήνα και η Λευκωσία δειχθούν ευάλωτες σε πιέσεις για αναβολή των προεδρικών

εκλογών τον Φεβρουάριο του 2003 στην Κύπρο.

Ο Μάριος Λ. Ευρυβιάδης είναι αρχισυντάκτης της ελληνικής έκδοσης του

περιοδικού «Foreign Policy», που εκδίδεται από το Carnegie Endowment for

International Peace.