Ο εφέτης ανακριτής κ. Λεωνίδας Ζερβομπεάκος καλεί τους πληρεξούσιους

δικηγόρους των 19 κατηγορουμένων και των πολιτικώς εναγόντων να υπογράψουν το

πέρας της διαδικασίας. Το αργότερο μέχρι τη Δευτέρα το μεσημέρι θα πρέπει να

έχει ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία και η ογκωδέστατη δικογραφία θα

διαβιβαστεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, προκειμένου να ανατεθεί σε

εισαγγελέα η μελέτη του αποδεικτικού υλικού. Ο εισαγγελικός λειτουργός που θα

χειριστεί την υπόθεση σε αυτό το στάδιο είναι ο κ. Κυριάκος Καρούτσος, ο

οποίος γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τα στοιχεία της δικογραφίας και είναι

σε θέση σε σύντομο χρονικό διάστημα να διατυπώσει την πρότασή του προς το

δικαστικό συμβούλιο.

Πάντως, από την πλευρά τους οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων, μόλις

λάβουν γνώση της εισαγγελικής πρότασης, θα θέσουν υπόψη των μελών του

Συμβουλίου Εφετών Αθηνών διά υπομνήματος τη νομική τους θέση σχετικά με το

ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο να δικάσει τις πράξεις των μελών της οργάνωσης,

καθώς και αν μπορεί ή όχι να έχουν αναδρομική ισχύ οι διατάξεις του

αντιτρομοκρατικού νόμου. Κατά την άποψή τους αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση

είναι το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο, αποτελούμενο από τρεις τακτικούς δικαστές

και τέσσερις ενόρκους, και όχι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, στη σύνθεση

του οποίου μετέχουν μόνο δικαστές. Επίσης, πολλοί υπερασπιστές έχουν τη γνώμη

ότι η μετατροπή του αδικήματος της ένταξης και συγκρότησης σε εγκληματική

οργάνωση από πλημμέλημα σε κακούργημα δεν μπορεί να ισχύσει αναδρομικά.

Το βούλευμα. Το Συμβούλιο Εφετών, αφού λάβει γνώση και των απόψεων των

υπερασπιστών, θα εκδώσει βούλευμα για την παραπομπή ή μη των κατηγορουμένων,

το οποίο θα είναι αμετάκλητο. Αν, ωστόσο, μετά το πέρας της ανάκρισης

προκύψουν νέα στοιχεία εις βάρος κάποιου προσώπου, οι ανακριτές έχουν το

δικαίωμα να επεκτείνουν την άσκηση της ποινικής δίωξης. Σε αυτή την περίπτωση

αν ο εισαγγελέας έχει διατυπώσει την πρότασή του, θα συντάξει συμπληρωματική

εισήγηση πριν από την έκδοση του βουλεύματος.

Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα εισαχθεί η υπόθεση στο ακροατήριο

διατυπώνονται ήδη κάποιες προτάσεις εκ μέρους των συνηγόρων πολιτικής αγωγής,

που δεν βρίσκουν όμως σύμφωνους τους συνηγόρους υπεράσπισης των

κατηγορουμένων. Ειδικότερα, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οικείων των θυμάτων

της 17Ν διατείνονται πως η διεξαγωγή της δίκης θα διευκολυνόταν κατά πολύ αν

οι υποθέσεις διαχωρίζονταν. Από την πλευρά τους οι συνήγοροι υπεράσπισης

θεωρούν πως ο τρόπος αυτός θα στερήσει από το δικαστήριο τη δυνατότητα να

εξετάσει συνολικά την υπόθεση στις πολιτικές και ποινικές της διαστάσεις.

Ως εκπρόσωπος της πολιτικής αγωγής ο κ. Γιάννης Γιαννίδης δήλωσε για το θέμα

αυτό στα «ΝΕΑ»: «Μετά το πέρας της ανάκρισης που έγινε ταχύτατα και

συστηματικά, το Συμβούλιο θα προχωρήσει στον έλεγχο και στην οριστικοποίηση

της νομικής υπαγωγής που έκαναν οι ανακριτές. Το Συμβούλιο θα έπρεπε, κατά την

άποψή μου, να προχωρήσει επίσης στον χωρισμό της δίκης στέλνοντας σε

διαφορετική δικάσιμο τα περίπου 35 σημαντικότερα εγκλήματα (ανθρωποκτονίες και

απόπειρες ανθρωποκτονιών) και τα περίπου 65 εγκλήματα, όπως εκρήξεις χωρίς

κίνδυνο ζωής, φθορές, ληστείες κ.λπ. Δεν υπάρχει νομικό εμπόδιο γι’ αυτή την

απόφαση, η οποία σίγουρα θα εξυπηρετήσει την ταχύτητα, την πληρέστερη

ενασχόληση με τις υποθέσεις και την καλύτερη εξασφάλιση των δικαιωμάτων των

κατηγορουμένων. Από εκεί και πέρα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Κώδικας Ποινικής

Δικονομίας δεν είναι φτιαγμένος για δίκες αυτής της πολυπλοκότητας και

προσφέρει αρκετές ευκαιρίες σε παράγοντες της δίκης για χρονοβόρα αιτήματα,

ενστάσεις κ.λπ. Η επιτυχής αντιμετώπιση των δικονομικών προκλήσεων θα είναι

απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας της».

Με πολιτική προσέγγιση. Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η άποψη του

συνηγόρου υπεράσπισης των αδερφών Ξηρού κ. Γιώργου Αγιοστρατίτη, ο οποίος

δήλωσε τα εξής: «Ανεξάρτητα από το δικονομικά επιτρεπτό ενός τέτοιου είδους

διαχωρισμού, μία μεθόδευση αυτού του είδους και το ιστορικό φαινόμενο θα

αλλοιώσει και την πολιτική προσέγγιση των πραγμάτων θα επηρεάσει και τη θέση

των κατηγορουμένων θα επιδεινώσει. Και εξηγούμαι: Η δίκη δεν είναι στείρα

εφαρμογή δικονομικών ή ουσιαστικών κανόνων. Και αυτό πολύ περισσότερο γίνεται

κατανοητό σε μία δίκη με πολιτικές διαστάσεις, όπως αυτή της 17Ν. Ο

κατακερματισμός θα υποβαθμίσει το ενιαίο σύνολο πολυποίκιλων αξιοποίνων

πράξεων με αναφορές σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Είναι δυνατόν ένα

δικαστήριο να δικάσει μόνο ληστείες και ένα άλλο μόνο επιθέσεις κατά

αμερικανικών στόχων; Και θα μπορέσει ένα τέτοιο δικαστήριο να δει όλες τις

διαστάσεις της υπόθεσης; Έχουμε την άποψη ότι όλες οι πράξεις πρέπει να

κριθούν ενιαία από ένα δικαστήριο. Όσον αφορά το θέμα των ενστάσεων, φυσικά θα

ασκήσουμε και το τελευταίο δικονομικό δικαίωμα του κατηγορουμένου. Σε καμία

όμως περίπτωση δεν διανοούμαι την άσκηση του δικαιώματος με στόχο να

κωλυσιεργήσουμε ή να παρατείνουμε τη διάρκεια της δίκης».