«Αγαπώ πολύ την Ελλάδα. Και τους Έλληνες. Γι’ αυτό που κρύβουν μέσα τους. Όχι

γι’ αυτό που είναι. Δεν μου αρέσει καθόλου όπως είμαστε. Νομίζω υπάρχει μεγάλο

έλλειμμα πολιτισμού. Από την καθημερινότητά μας ώς τα πιο σοβαρά. Πολλοί λίγοι

κάνουν αυτό που κάνουν γιατί το αγαπούν και όχι για το εγώ τους», λέει ο

Σπύρος Παπαδόπουλος

Γεννήθηκε το ’55 στον Πειραιά και μεγάλωσε στην Παλιά Κοκκινιά, στην Νίκαια,

στον Κορυδαλλό… Ο πατέρας εργάτης αλλά, λόγω «κοινωνικών φρονημάτων»,

συνήθως άνεργος. «Πολύ δύσκολα χρόνια αλλά τα θυμάμαι με αγάπη. Τον παγοπώλη

και τον πλανόδιο μανάβη που πέρναγαν με τα κάρα, λίγο πιο πέρα απ’ το σπίτι

μου να πουλάνε σανό… Δεν ξεχνάω τη μυρωδιά απ’ τον σανό». Τα χρόνια αυτά τον

τρέφουν τον Σπύρο Παπαδόπουλο. «Ίσως να χρήζει ψυχανάλυσης αλλά έχω μια έντονη

«παρελθοντολαγνεία»», ομολογεί.

Στις συνεντεύξεις, στο χαρτί, επιμένω να κρατώ τον πληθυντικό. Έστω κι αν

έχουμε μιλήσει στον ενικό. Με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, όταν κάθησα να γράψω τη

συνέντευξη, ο πληθυντικός μού ήταν αδύνατος. Ο ενικός μού επιβαλλόταν. Γιατί ο

Σπύρος Παπαδόπουλος που συνάντησα ήταν ακριβώς ο Σπύρος Παπαδόπουλος που

φαντάζεστε. Δηλαδή ο εαυτός του. Ο ντροπαλός, ο χαμηλότονος, ο άμεσος, ο

ειλικρινής. Ο Μεγάλος Συμπαθητικός.

Ο Σπύρος Παπαδόπουλος, που φέτος, εκτός από τα τηλεοπτικά του, αποδεικνύει στο

«Μαγαζάκι της γωνίας» που παρουσιάζει, με σκηνοθέτη τον Στέφανο Κοτσίκο, – μια

γλυκύτατη παράσταση – ότι είναι πια ένας ηθοποιός ολοκληρωμένος, με προσωπικό

στυλ και χιούμορ, σε ευθεία γραμμή καταγόμενος από έναν Ντίνο Ηλιόπουλο και

έναν Γιώργο Κωνσταντίνου.

Από μικρός τού άρεσε να διαβάζει λογοτεχνία. Με το θέατρο ουδεμία

σχέσις. Έμενε στην Καλλιθέα πια, όταν πήγε μια μέρα με τη μηχανή του – οι

μηχανές, το πάθος του – μια κοπέλα που του άρεσε στη Δραματική Σχολή Κατσέλη.

«Είδα τα παιδιά απ’ έξω και άκουσα κάτι που λέγανε για τον Σαίξπηρ, για την

τραγωδία… Μου άρεσε ο κόσμος αυτός και είπα να πάω κι εγώ. Αλλά μόνο για να

μάθω. Για ηθοποιός ούτε σκέψη. Αφού και καλημέρα ντρεπόμουνα να πω στον

απέναντι. Δούλευα κιόλας το πρωί, πήγαινα στη σχολή λειώμα… Αλλά κι όταν την

τέλειωσα τη σχολή, δεν είχα αποφασίσει τι θα κάνω».

Πρώτη του εμφάνιση, το 1978, στην κωμωδία «Σούκι – γιάκι» πλάι στον Κώστα

Ρηγόπουλο και στην Κάκια Αναλυτή. Μετά γυρίζει σε «εδάφη οικεία»: δουλεύει σε

ένα θερμοκήπιο. «Καλλιεργούσαμε αγγούρια και ντομάτες και τις πουλάγαμε στη

λαϊκή μαζί με έναν τύπο τρελαμένο, καταπληκτικό».

Θα βρεθεί εντελώς τυχαία και με το… ζόρι σε μια ακρόαση που έκανε ο Σπύρος

Ευαγγελάτος, για την «Ψυχοστασία». Και θα μείνει στο «Αμφι – Θέατρο» δυο

χρόνια. «Μεγάλο σχολείο. Μου ‘κανε τρομερό καλό. Αλλά ακόμα δεν ήξερα αν κάνω

για τη δουλειά αυτή». Σιγά σιγά θα μπει στο πνεύμα. Μόνο η συνεργασία του με

τον Κώστα Νταλιάνη στους – τότε – «Μοντέρνους Καιρούς», στο έργο «Η εξαίρεση

και ο κανόνας» του Μπρεχτ και η επιτυχία του εκεί είναι που θα τον πείσει.

Παιδική Σκηνή της Ξένιας Καλογεροπούλου, «Θεσσαλικό», «Απλό»… «Μετά με

φώναξε ο Δημήτρης ο Έξαρχος. Ανέβαζε Ντάριο Φο για τον Γιώργο Κιμούλη – «Ο

τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού». Ήταν ένα ρολάκι. Μοιραία παράσταση. Για τη

ζωή του – η Αθηνά Τσιλύρα που είναι στον θίασο θα γίνει γυναίκα του και μάνα

του γιου του – αλλά και για την καριέρα του, αφού ο Γιώργος Κιμούλης θα τον

αβαντάρει τόσο γενναιόδωρα που ο Σπύρος Παπαδόπουλος με το «ρολάκι» θα κάνει

ντόρο εκείνο τον χειμώνα.

Όπως και αμέσως μετά, το καλοκαίρι, στο «Παρκ» όπου τον φώναξε ο

Σταμάτης Φασουλής, στην επιθεώρηση «Ο χορός του Οζαλόγγου», για να παίξει έναν

ιδιόρρυθμο αστυφύλακα σε νούμερο που είχε γράψει η Δήμητρα Παπαδοπούλου.

Καθιερώνεται. Η τηλεόραση και «Οι απαράδεκτοι» θα τον κάνουν δημοφιλέστατο.

Ξεκινάει δικό του θίασο. Από τότε οι δουλειές του πάντα κρατούν ένα καλό,

τουλάχιστον, επίπεδο. Είτε γίνονται μεγάλες επιτυχίες όπως το «Ράφτης κυριών»

του Φεντό είτε όχι.

«Είμαι αντικοινωνικός, αλλά αγαπάω τους ανθρώπους»

Σε ξέρει όλη η Ελλάδα, αλλά συνεχίζεις να μην επιδιώκεις τη δημοσιότητα, να

είσαι ένας κλειστός, ντροπαλός άνθρωπος.

«Ίσως γι’ αυτό δεν είμαι και πολύ ελκυστικός για τους δημοσιογράφους. Αλλά

ούτε τα σνομπάρω ούτε τα καταδικάζω αυτά. Από μικρό παιδί είμαι έτσι. Αγαπάω

τους ανθρώπους, αλλά είμαι αντικοινωνικός. Είναι ο χαρακτήρας μου. Δεν μπορώ.

Στη ζωή μου, σε πάρτι μόνο μια φορά έχω πάει, μικρός. Και επειδή δεν μπορούσα

να αντιμετωπίσω τον κόσμο, σούρωσα και με πήγαν σηκωτό στο σπίτι και με

πλάκωσε κι ο πατέρας μου στο ξύλο… Πλήττω να κάνω παρέες με ανθρώπους που

δεν μου λένε κάτι. Φίλους έχω ακόμα τους φίλους μου απ’ το Δημοτικό.

Βαφτίζουμε ο ένας τα παιδιά του άλλου, είμαστε σαν οικογένεια…».

Αλλά και αντικοινωνικός και τόσο συμπαθής στον κόσμο δεν είναι μια

αντίφαση;

«Υπάρχει με τον κόσμο μια ευθεία σχέση κι αυτό ίσως ο κόσμος το εκτιμάει. Δεν

θα γίνω ποτέ το είδωλο το απλησίαστο. Αν το ‘κανα θα γινόμουν γελοίος».

Στις θεατρικές δουλειές σου μοιάζει να μην υπάρχει συνέχεια. Σαν να είναι

αποφάσεις της στιγμής…

«Αυτή είναι ακριβώς η αλήθεια. Το ομολογώ. Δεν προγραμματίζω, δεν είμαι των

μακρόπνοων σχεδίων, δεν είμαι μεθοδικός. Θα κάνω ό,τι έργο πέσει μπροστά μου

αρκεί να μου κάνει ένα «κλικ». Εδώ, βέβαια, στον «Ακάδημο», που λέω να μείνω

κάποια χρόνια, ίσως να σοβαρευτώ λιγάκι».

Τι σου έκανε «κλικ» στο «Μαγαζάκι της γωνίας», μια ρομαντική,

«παλαιομοδίτικη» ίσως, κωμωδία;

«Καταρχήν είμαι έτσι σαν άνθρωπος. Του ρομαντισμού και του παρελθόντος… Δεν

πιστεύω ότι μπορώ να παίξω αυτά τα πράγματα με τους μοντέρνους κώδικες. Είναι

για άλλους αυτά, για άλλα μυαλά, για πιο νέους ανθρώπους ίσως. Εμένα δεν μου

κάνουν «κούκου», είτε λέγονται «Shopping and fucking» είτε «Σεσουάρ για

δολοφόνους».

Μια κοπέλα που ήρθε στο «Αλίμονο στους νέους» μού είπε: «Εγώ πηγαίνω σε άλλου

είδους θέατρα, αλλά με έχουν κουράσει οι «προχωρημενιές». Ένιωσα, λοιπόν, όταν

μου έφεραν αυτό το έργο, ότι το έχει πολλή ανάγκη ο κόσμος. Αλλά ευχαριστιέμαι

πολύ κι εγώ να το παίζω, γλυκαίνομαι κι εγώ», μου λέει μιλώντας με μεγάλη

θέρμη για τον Στέφανο Κοτσίκο, τον σκηνοθέτη της παράστασης.

Υπέρ του Θεάτρου Κωφών

Ο Σπύρος Παπαδόπουλος έχει πάρει την απόφαση να ζητάει για τις συνεντεύξεις

του αμοιβή την οποία καταθέτει υπέρ του Θεάτρου Κωφών Ελλάδας, μια υπόθεση την

οποία υπερασπίζεται εδώ και πολύ καιρό με εμμονή και σθένος – «ταμένος». Ο

λογαριασμός του Θ.Κ.Ε., στον οποίο μπορούμε όλοι να καταθέσουμε, ειδικά όσοι

έχουμε δει την εντυπωσιακή δουλειά των παιδιών που την απαρτίζουν, είναι:

Εθνική Τράπεζα 11829601845.