Την κοίτη του αρχαίου ποταμού Ηριδανού και αντίγραφα ευρημάτων της ανασκαφής

θα έχουν την ευκαιρία να βλέπουν οι επιβάτες του Μετρό στον υπό κατασκευήν

σήμερα νέο σταθμό στο Μοναστηράκι

Πλάι στα νερά του Ηριδανού, ενός από τους ποταμούς της αρχαίας Αθήνας, θα

έχουν την ευκαιρία να περπατούν οι επιβάτες του σταθμού του Μετρό στο

Μοναστηράκι, αν το επιτρέψουν τα έργα αντιπλημμυρικής προστασίας. Πίσω από μια

γυάλινη βιτρίνα μήκους περίπου 15 μ., στο επίπεδο της αποβάθρας, οι επιβάτες

θα μπορούν να βλέπουν όχι μόνο την εγκιβωτισμένη κοίτη του ποταμού, αλλά και

το νερό να κυλά μέσα της, ενώ σε προθήκες θα εκτίθενται αντίγραφα αρχαιοτήτων

που έφερε στο φως η ανασκαφή.

Προτού παραδοθεί το αρχαίο τεχνικό έργο – ένα από τα σημαντικότερα της

Αθήνας, στην εποχή του Αδριανού – θα καθαριστεί από το τσιμέντο και τα

ιζήματα, ενώ δύο φρεάτια (ένα μικρότερο και ένα μεγαλύτερο) θα ρυθμίζουν τη

ροή των υδάτων. Ωστόσο επειδή η συγκεκριμένη λύση δεν παρέχει απόλυτη ασφάλεια

σε περίπτωση μεγάλης βροχόπτωσης (τον Σεπτέμβριο πλημμύρισαν τα έργα) και

επειδή, όπως διευκρίνισε ο μελετητής του έργου, καθηγητής Μιλτιάδης

Χρονόπουλος, πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο πλημμύρας στο Μετρό, ίσως

κατασκευαστεί ένα μεγάλο φρεάτιο (1Χ1 μ.) περισυλλογής υδάτων, στο σημείο που

έχει καταστραφεί η κοίτη, γεγονός που δεν θα επιτρέπει τη ροή των υδάτων, αλλά

οι επισκέπτες θα βλέπουν έστω και ελάχιστο νερό να κυλά, καθώς «ένα ποτάμι δεν

μπορείς ποτέ να το σταματήσεις».

Η κοίτη πάντως θα παραμείνει «τραυματισμένη» – ο θόλος της υπέστη σοβαρές

ζημιές λόγω των πασσάλων που τοποθετήθηκαν για τη στήριξη του σταθμού (πέρασε

ραντιστό μπετόν μέσα στην εγκιβωτισμένη κοίτη, διακόπτοντας τη ροή του νερού)

– εφόσον δεν έγινε δεκτή από τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου η

πρόταση συμπλήρωσης των κενών με πλίνθους ώστε να αποκατασταθεί η οπτική

συνέχεια του έργου.

Η κοίτη του Ηριδανού, που αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών

κατασκευής του σταθμού, είχε μήκος 21 μ. (σώζονται τα 12 μ.), πλάτος 1,6 μ.

και εγκιβωτίστηκε την εποχή του Αδριανού, ενώ επεμβάσεις είχε δεχθεί ήδη από

τον 4ο αιώνα π.Χ.