Το πρόσφατο άρθρο του γραμματέα της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ κ. Λαλιώτη θέτει ακόμη μια

φορά ένα ζήτημα που άλλοτε είχε τεθεί, χωρίς όμως συνέχεια, αυτό δηλαδή της

Κεντροαριστεράς. Αναφερόμενος στο άρθρο του κ. Λαλιώτη δεν θα επεκταθώ σε

θεωρητικές αναζητήσεις για τον προσδιορισμό του όρου «κεντροαριστερά». Δεν θα

αναφερθώ στα πεπραγμένα της στην Ευρώπη. Δεν θα αποπειραθώ να εξηγήσω γιατί

στην Ιταλία και στη Γαλλία κυβερνά σήμερα η Δεξιά, ακριβώς μετά από

«κεντροαριστερή» ή και «αριστερή» διακυβέρνηση, όπως και δεν θα ασχοληθώ με τα

πεπραγμένα της καθ’ ημάς μονοκομματικής εκδοχής της, της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ

δηλαδή. Επίσης δεν θα ασχοληθώ με τον χρόνο της πρωτοβουλίας του κ. Λαλιώτη,

ούτε θα προχωρήσω σε δίκη προθέσεων.

Θα περιοριστώ να υπενθυμίσω στον κ. Λαλιώτη ότι η ιδέα του απευθύνεται σε

κόμματα, όχι σε λέσχες πολιτικοοικονομικού στοχασμού, και ότι τα κόμματα

εκφράζουν πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και κατά τρόπο απόλυτα φυσιολογικό

και τα συμφέροντα αυτών των δυνάμεων.

Έτσι λοιπόν κάθε συζήτηση μεταξύ κομμάτων θέτει άμεσα το πρόβλημα του σεβασμού

και της κατοχύρωσης της πολιτικής αυτονομίας των κομμάτων, αφού εύλογα κανένα

κόμμα δεν μπορεί να θεωρεί αυτονόητο κάποιο άλλο να έχει ως ρόλο να το βοηθά

να παραμένει στην εξουσία. Ούτε μπορεί να είναι πρόταση προς συζήτηση η

πρόσκληση ένταξης ενός κόμματος σε ένα άλλο. Από τα πράγματα λοιπόν μπαίνει

σαν μοναδική εγγύηση αλλά και πρώτο θέμα προς συζήτηση και έρευνα ο εκλογικός

νόμος, πράγμα όμως που αρνήθηκε το ΠΑΣΟΚ κατά την πρόσφατη αναθεώρηση του

Συντάγματος, αλλά και πριν από αυτή.

Ο εκλογικός νόμος είναι μια συνθήκη αναγκαία για ένα διάλογο, όχι όμως και

ικανή από μόνη της για τη δημιουργία προοπτικής πολυκομματικής διακυβέρνησης.

Για μια τέτοια προοπτική προφανώς απαιτούνται περισσότερα. Για παράδειγμα

κανένα κόμμα δεν μπορεί να αποδεχτεί σαν τίμημα συμμετοχής του στην

διακυβέρνηση της χώρας τη θυσία των συμφερόντων των κοινωνικών δυνάμεων που

εκφράζει, όπως στην περίπτωση του ΔΗΚΚ των αγροτών, των μικρομεσαίων, των

μισθωτών, των συνταξιούχων κ.λπ. Διότι αν το έκανε όχι μόνο δεν θα επιβίωνε

στις επόμενες εκλογές, αλλά, και το περισσότερο, θα διασύρονταν στη συνείδηση

του λαού και θα πρόδιδε τα κοινωνικά στρώματα που εκφράζει.

Από τα παραπάνω προκύπτει άμεσα, πως ένα δεύτερο θέμα προς συζήτηση και έρευνα

θα ήταν η οικονομική πολιτική και τα όρια του κοινωνικού κράτους. Από τη

συζήτηση αυτή θα προέκυπτε και το τι εννοεί ο καθένας από τους συμμετέχοντες

με τον όρο κεντροαριστερά, δηλαδή πόσο αριστερά και πόσο μεταμφιεσμένη

συντήρηση.

Σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα θα μπορούσε κανείς να σταματήσει στα παραπάνω. Στην

πατρίδα μας όμως η πρόοδος έχει αυτονόητα και την πατριωτική συνιστώσα. Έτσι

λοιπόν αυτά που στον τόπο μας ονομάζουμε εθνικά θέματα και ο τρόπος

προσέγγισής τους, είναι συνάρτηση καθοριστική της προοδευτικής φυσιογνωμίας.

Ιδιαίτερα στην περίοδο αυτή που μια τεράστια συζήτηση έχει ξεκινήσει στην

Ευρώπη για το μέλλον της με κρίσιμες επιπτώσεις στις μικρές χώρες, αλλά και

που δρομολογείται για κλείσιμο το Κυπριακό και ο ευρωστρατός σε βάρος μας. Το

ερώτημα που μπαίνει ύστερα από όλα αυτά είναι αν ο κ. Λαλιώτης και το ΠΑΣΟΚ

πιστεύουν ότι τα παραπάνω είναι θέματα προς συζήτηση, ή αλλιώς, αν μπορεί να

αλλάξει άμεσα η κυβερνητική πολιτική σε καίριες εκφάνσεις της. Το διεθνές

κλίμα πια το επιτρέπει, το ΠΑΣΟΚ μπορεί;

Σε αντίθετη περίπτωση ο «ιδιότυπος απομονωτισμός», που κατά τον κ. Λαλιώτη

χαρακτηρίζει το ΔΗΚΚΙ, δεν είναι παρά πράξη πολιτικής ευθύνης και συνέπειας

απέναντι σε όσους το εμπιστεύτηκαν, αλλά και σε όσους αναζητούν προοδευτική

πολιτική έκφραση, μετά την απογοήτευση που ένιωσαν από την αντιλαϊκή,

νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ που ταυτίζεται με την πολιτική

της Ν.Δ. στα καίρια σημεία της.