Η έννοια του μύθου δεν είναι μια έννοια του απώτερου παρελθόντος της ιστορίας

του ανθρώπου, αλλά αναφύεται στις πάντοτε παρούσες ζώνες της άγνοιας ή της

σκοπιμότητας. Έτσι και η εκπαίδευση, αν και αποτελεί μορφωτικό πεδίο, άρα έχει

διαφωτιστικό περιεχόμενο, αποικίζεται συχνά από σύγχρονες κατασκευές μύθων.

Μύθος πρώτος: «Έχει πέσει η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης σε σχέση με

το παρελθόν». Προβάλλεται συχνά ως μια βαθυστόχαστη και αυταπόδεικτη αλήθεια,

ως ένα αξίωμα, χωρίς να τεκμηριώνεται η άποψη με κάποιου είδους έρευνα ή με

μια αξιόπιστη επιχειρηματολογία. Απλώς εγείρεται ένα νέφος κινδυνολογίας στη

γνωστή τάση των παλιότερων να ωραιοποιούν το παρελθόν τους. Αν απλώς ρίξουμε

μια συγκριτική ματιά στους μαθησιακούς στόχους, στα εφόδια που παίρνουν οι

μαθητές μας, στην πολιτιστική λειτουργία του σχολείου ανάμεσα στο «χθες» και

το «σήμερα», θα δούμε ότι έχουμε μια εντυπωσιακή βελτιωτική εξέλιξη για την

εκπαίδευσή μας. Αναφέρω ενδεικτικά ένα παράδειγμα. Τα μισά θέματα που δώσαμε

ως υποψήφιοι για το Πανεπιστήμιο στη δεκαετία του ’70 στη Χημεία, τα διδάξαμε

ως εκπαιδευτικοί στην αμέσως επόμενη δεκαετία στην Α’ Λυκείου! Και να μην

ξεχνάμε ότι το παλιό σχολείο (Γυμνάσιο κ.λπ.) περιελάμβανε το μικρότερο μέρος

των νέων, ενώ το σημερινό αγκαλιάζει πάνω από το 75% των αντίστοιχων ηλικιών.

Μύθος δεύτερος: «Μειώνεται διαρκώς η δημόσια εκπαίδευση, ενώ ενισχύεται η

ιδιωτική». Η χώρα μας έχει το μικρότερο ποσοστό μαθητών στην ιδιωτική

εκπαίδευση σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με οριακές

μεταβολές τα τελευταία χρόνια. Την τελευταία δε χρονιά είχαμε για την ιδιωτική

εκπαίδευση μείωση μαθητών και είδαμε και κλείσιμο αρκετών σχολείων!

Μύθος τρίτος: «Το σημερινό σχολείο δεν διαπαιδαγωγεί». Στη δημιουργία αυτού

του μύθου συμβάλλει μια νοοτροπία αφαίρεσης όψεων της πραγματικότητας. Έτσι

«ξεχνιέται» το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν θεσμοί πληροφόρησης και

«ψυχαγωγίας» που ενέχουν και αντι-παιδαγωγικό ρόλο. Η τηλεόραση έχει αποβεί εν

πολλοίς η μεγάλη αντι-πνευματική τροφός, διαχέει στην κοινωνία και στην

οικογένεια αξίες υποκουλτούρας, άκρατου καταναλωτισμού και χυδαίου

ευδαιμονισμού. Οι δε γονείς όχι μόνο δεν διαπαιδαγωγούν τα παιδιά τους, αλλά

έχουν παραδοθεί και αυτοί στα αντιαισθητικά νοήματα της τηλεόρασης, και σε

εποχές κοινωνιών γνώσης δύσκολα ανοίγουν ένα βιβλίο που είναι ό,τι πιο

σημαντικό στην αγωγή του παιδικού κόσμου για την καλλιέργεια της

φιλαναγνωσίας. Επιπλέον οι κρατούσες χρησιμοθηρικές αντιλήψεις υποτάσσουν το

ανθρωπιστικό περιεχόμενο της μόρφωσης στις επιταγές ενός μονοσήμαντου

επαγγελματικού καταμερισμού. Σε ένα απλό ερώτημα – προκειμένου να

δραματοποιήσουμε κάπως την υπόθεση – τι θέλουμε κυρίως από το σχολείο, «να

δημιουργεί έναν ενάρετο και χειραφετημένο πολίτη ή έναν επαγγελματία που θα

κερδίζει πολλά χρήματα», πολύ φοβάμαι ότι η απάντησή μας είναι στο β’ σκέλος

του διλήμματος. Πώς όμως θα απαντήσουμε σε άλλα πιο βασικά ερωτήματα: α) τι

είναι τελικά το ευ ζην; β) μας ενδιαφέρει η πνευματικότητα του ανθρώπου; γ)

θέλουμε να δημιουργήσουμε κοινωνίες αλληλεγγύης και συναδέλφωσης των ανθρώπων;

Το σχολείο σήμερα διαπαιδαγωγεί σε ένα σύνθετο και δύσκολο περιβάλλον, αλλά οι

ανθρωπιστικές του αξίες προσκρούουν στις κυρίαρχες αξίες της

εμπορευματοποίησης, στις αντικοινωνικές αξίες της αγοράς.

Μύθος τέταρτος: Εδώ κατατάσσω πλείστους όσους μύθους γεννιούνται στις δήθεν

στατιστικές έρευνες. Αναφέρω και πάλι ενδεικτικά μια περίπτωση. Εγράφη σ’

αρκετές εφημερίδες και εχρησιμοποιήθη από αρκετούς πολιτικούς η εξής

«αποκαλυπτική» μαρτυρία: «οι μισοί μαθητές που τελειώνουν το Δημοτικό,

συνεχίζουν στο Γυμνάσιο». Εδώ δεν είναι μόνο θέμα άγνοιας. Γιατί δεν είναι

δύσκολο να αντιληφθείς ότι αυτό έχει πάψει να συμβαίνει από τη δεκαετία του

’70. Είναι «δύσκολο» να γνωρίζουμε ότι η χώρα μας έχει υψηλότερο ποσοστό

παρακολούθησης στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής

Ένωσης; Αν μόνο οι μισοί μαθητές του Δημοτικού συνέχιζαν στο Γυμνάσιο και στο

Λύκειο, θα ζούσαμε σε κάποια άλλη κοινωνία. Η μυθολογία της άγνοιας ή της

σκοπιμότητας όμως μπορεί να επικαλύψει κάθε ίχνος κριτικής σκέψης και

οποιαδήποτε έννοια αξιοπιστίας. Άλλωστε για να εντυπωσιάσεις, αρκεί κάτι

βαρύγδουπο έστω και προϊόν μυθοπλασίας και όχι κάποια επιχειρηματολογία ή

κάποια συνετή φωνή…

Ο Νίκος Τσούλιας είναι πρόεδρος της ΟΛΜΕ