Ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος δεν έδωσε αυτή τη συνέντευξη για να δώσει απαντήσεις

σε υπαρκτά ερωτήματα. Ούτε την έδωσε για να πείσει την κοινή γνώμη ότι δεν

είναι τελικά αυτός ο ιδρυτής, αρχηγός και εγκέφαλος της 17Ν.

Αυτό που ουσιαστικά τον ενδιαφέρει και που προσπαθεί να κάνει μέσα από αυτή τη

συνέντευξη είναι να επιβάλει ένα συγκεκριμένο ιδεολογικοπολιτικό χρώμα στη

υπόθεση 17Ν επαναπροσδιορίζοντας παράλληλα τις παραμέτρους της δημόσιας

συζήτησης περί τρομοκρατίας και, πιο ειδικά, περί κρατικής αντιτρομοκρατίας.

Κρίνοντας με αμιγώς επικοινωνιακούς όρους δίνει την πρώτη συνέντευξη όχι σε

μια μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα με «έτοιμο» αναγνωστικό κοινό αλλά σε μια

επαρχιακή εφημερίδα γνωρίζοντας τον συμβολικό αντίκτυπο που μια τέτοια επιλογή

θα έχει.

Η συνέντευξη σε πρώτη ανάγνωση δείχνει σαν μια προσπάθεια του Γιωτόπουλου να

εξωτερικεύσει την κοσμοθεωρία του, κάτι που ενδεχομένως πιστεύει ότι θα

χρησιμεύσει σαν βάση για να κερδίσει η εξαρθρωμένη οργάνωση λαϊκή συμπάθεια.

Αυτό λέει η λογική.

Αυτό, όμως, που ο Γιωτόπουλος προσπαθεί στη συγκεκριμένη συγκυρία να κάνει

είναι να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης από τις στραμμένες στον

Κορυδαλλό τηλεοπτικές κάμερες και να τη στρέψει προς τους πραγματικούς

υπαίτιους της σημερινής κατάστασης, που σύμφωνα με τον Γιωτόπουλο δεν είναι

άλλοι από την ελληνική πολιτική ελίτ, τον αμερικανικό στρατιωτικό

ιμπεριαλισμό, την ελληνική αστυνομία και την πλειονότητα των «μεγάλων» ΜΜΕ.

Με άλλα λόγια, ο Γιωτόπουλος προσδιορίζει έναν προς έναν τους εχθρούς της

ελληνικής κοινωνίας, γιατί πιστεύει ότι μόνο έτσι μπορεί να μπει το ζήτημα της

ελληνικής πολιτικής βίας στις πραγματικές ιστορικές του διαστάσεις.

Η άποψη του Γιωτόπουλου, για παράδειγμα, ότι «η ένοπλη βία αντλεί τη

νομιμοποίησή της από τα εγκλήματα των πολιτικών ελίτ» ακόμη κι αν αυτή η βία

ασκείται μέσα σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έρχεται απλώς να

επιβεβαιώσει τον πομπώδη αριστερισμό που αποξένωσε τη 17Ν από την ελληνική

κοινωνία – θέτοντάς την από πολύ νωρίς στο περιθώριο.