Δήμαρχος μεγάλης πόλης της Κεντρικής Ελλάδας (σ.σ.: τα στοιχεία του είναι

στη διάθεση της εφημερίδας αλλά δεν δημοσιεύονται λόγω της προεκλογικής

περιόδου) θα οδηγηθεί στα μέσα Νοεμβρίου στο δικαστήριο. Εκεί, θα κληθεί να

απαντήσει στο ερώτημα γιατί «έσπασε» ένα έργο 200 εκατομμυρίων δραχμών σε…

πενήντα μικρότερες εργολαβίες των τεσσάρων εκατομμυρίων η καθεμία.

Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν βεβαίως την απάντηση. Και όχι μόνο

θεωρητικώς… Είναι ο ασφαλέστερος και ταχύτερος τρόπος για να αποφύγει

κάποιος τον διαγωνισμό, να προχωρήσει στην άμεση ανάθεση του έργου,

επιλέγοντας τους αναδόχους που ο ίδιος προκρίνει. Φυσικά, με το «αζημίωτο»…

Είναι συγχρόνως μία μόνον πτυχή της σκοτεινής πλευράς της Αυτοδιοίκησης που

αποτιμήθηκε, για το 2002, στο ποσόν του 1,5 τρισεκατομμυρίου δραχμών.

Τεράστιου κονδυλίου – ο κρατικός προϋπολογισμός ανέρχεται σε 14 τρισ. – που

διαχειρίζεται από δημοτικές και νομαρχιακές αρχές χωρίς, ουσιαστικά, έλεγχο.

Χωρίς διαγωνισμό

Αναθέσεις έργων χωρίς διαγωνισμό, έργα που βαφτίζονται «επείγοντα» ή

«έκτακτα», δημοτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν με ζημιά, αλλά διατηρούνται

για να γίνουν το όχημα παράνομων προσλήψεων και διευθέτησης πελατειακών

σχέσεων, συνθέτουν το σκηνικό αδιαφάνειας που διέπει τη λειτουργία της

Αυτοδιοίκησης. Σκηνικό που περιγράφεται, άλλωστε, ανελλιπώς σε όλες τις

εκθέσεις των Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, του Συνηγόρου του Πολίτη και του

ΑΣΕΠ.

Συνήθης πρακτική στους δήμους και τις νομαρχίες αυτό που επισήμως ονομάζεται

«κλειστοί διαγωνισμοί με περιορισμένη πρόσκληση». Προβλέπονται ρητά από τον

νόμο για έκτακτα έργα ή για επείγουσες καταστάσεις και επιτρέπουν στη δημοτική

αρχή να απευθύνονται σε 4 το πολύ εργολάβους – στην πραγματικότητα σε έναν

«εκλεκτό», ο οποίος βρίσκει και άλλους τρεις «δικούς του» και παίρνει το έργο

με συνοπτικές διαδικασίες. Μόνο που κάποιοι δήμαρχοι έχουν κάνει το νόμο…

λάστιχο. Ποιος θα αντιδράσει στο δημοτικό συμβούλιο κινδυνεύοντας να χρεωθεί

τη ματαίωση του έργου;

«Συνεννοούνται»

Στις μικρές κοινωνίες, βεβαιώνουν όσοι είναι σε θέση να γνωρίζουν τα πράγματα,

συμπολίτευση και αντιπολίτευση «συνεννοούνται» σ’ αυτά τα θέματα. Στους

μεγάλους δήμους, συνήθης πρακτική είναι να αντιδρά, επί δικαίων και αδίκων, η

αντιπολίτευση στέλνοντας τις αποφάσεις για έλεγχο στην Περιφέρεια (από την

οποία, έτσι ή αλλιώς, περνούν για έλεγχο νομιμότητας όλες οι δημοτικές και

νομαρχιακές αποφάσεις).

Τι γίνεται εκεί; Απλούστατα, λόγω ελλιπούς στελέχωσης, οι 9 στις 10 αποφάσεις

μπαίνουν στο αρχείο χωρίς έλεγχο, γιατί δεν προλαβαίνουν να τις ελέγξουν μέσα

στο περιορισμένο διάστημα που απαιτεί ο νόμος…

Στον χώρο της Αυτοδιοίκησης, ανθρώπινο δυναμικό και μηχανισμοί ελέγχου

λειτουργούν σαν γαϊτανάκι, συντηρώντας το καθεστώς αδιαφάνειας. Είναι

χαρακτηριστικό ότι από το σύνολο του προσωπικού που απασχολείται στους δήμους

της χώρας διαθέτει πτυχίο ανωτάτης σχολής μόνον το 2%, ενώ υπάρχουν συνολικά

σε όλη τη χώρα 251 υπάλληλοι με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών ή διδακτορικό,

προσόντα που κρίνονται απαραίτητα, για να μπορεί κάποιος να ασχοληθεί με

τομείς του Γ’ ΚΠΣ που χρηματοδοτούν σήμερα τα μεγαλύτερα έργα και προγράμματα

της Αυτοδιοίκησης, αλλά και να ελέγξει τη διαχείρισή τους. Δήμαρχοι που έχουν

πολλές φορές ταχθεί υπέρ της αναβάθμισης των υπηρεσιών και της στελέχωσής τους

με εξειδικευμένο προσωπικό βεβαιώνουν ότι «αν θέλει ένας δήμαρχος να

παρανομήσει, του αρκεί ένας «τσίφτης» διευθυντής τεχνικών υπηρεσιών, που να

παρουσιάσει έτσι τον προϋπολογισμό και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου,

ώστε να μην πάρει μυρωδιά την παρανομία κανείς: ούτε υπάλληλος, ούτε δημοτικός

σύμβουλος»…

Προσλήψεις

Τρίτη περίπτωση αδιαφάνειας οι προσλήψεις μέσω δημοτικών επιχειρήσεων (είναι

εκτός ΑΣΕΠ), στις οποίες προχωρούν οι περισσότεροι δήμοι, μεταφέροντας στη

συνέχεια «παρανόμως» το προσωπικό αυτό στην κεντρική υπηρεσία του δήμου,

αποφεύγοντας έτσι τον νόμο Πεπονή και τον περιορισμό των προσλήψεων που είχε

επιβληθεί τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με έρευνα του υπουργείου Εσωτερικών (με

επεξεργασμένα τα στοιχεία για 700 από τις 1.200 δημοτικές επιχειρήσεις), η μία

στις τρεις δεν λειτουργεί, ενώ και αυτές που λειτουργούν, καταγράφουν μονίμως

μεγαλύτερες ζημιές από τα κέρδη, τροφοδοτούμενες συνεχώς από τον δημοτικό

προϋπολογισμό.

Έτσι, δεκαοκτώ χρόνια μετά την πρώτη θεσμική πρόβλεψη, ο «δήμος

επιχειρηματίας» δεν τελεσφόρησε. Βασική πηγή των προβλημάτων φαίνεται ότι

αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, η νοοτροπία των δημοτικών διοικήσεων να

αντιμετωπίζουν τις δημοτικές επιχειρήσεις ως όχημα παράνομων προσλήψεων (εκτός

διαδικασιών ΑΣΕΠ) και μέσον διευθέτησης πελατειακών «υποχρεώσεων».

Είναι χαρακτηριστικό ότι στις δημοτικές επιχειρήσεις – που συστάθηκαν για να

δραστηριοποιηθούν σε εξειδικευμένους τομείς, προσφέροντας υπηρεσίες υψηλής

ποιότητας και ανταγωνιστικές του ιδιωτικού τομέα – το 26% των απασχολούμενων

είναι ανειδίκευτοι εργάτες, ο δε ένας στους τρεις εργαζόμενους είναι

τελειόφοιτος Δημοτικού.

«Χρειαζόμαστε σοβαρές υπηρεσίες και σοβαρό έλεγχο»

«Χρειάζονται δύο προϋποθέσεις για να λειτουργεί σωστά ένας δήμος και να

μειώνει, αν όχι να εκμηδενίζει, τις δυνατότητες παρανομιών εκ μέρους της

δημοτικής αρχής: σοβαρές υπηρεσίες και σοβαρό έλεγχο. Σε μας δεν υπάρχει ούτε

το ένα ούτε το άλλο…». Ο κ. Πάρις Κουκουλόπουλος, πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος

της ΚΕΔΚΕ, είναι κατηγορηματικός. «Κανένας υπάλληλος δεν δέχεται να γίνει

συνένοχος σε μια παρανομία, εκτός κι αν δεν είναι σε θέση να… καταλάβει την

παρανομία. Μία σοβαρή υπηρεσία δεν θα επιτρέψει στον δήμαρχο να παρανομήσει.

Κι αν αυτό συμβεί, ένας σοβαρός έλεγχος θα γυρίσει την απόφαση πίσω».

Δηλαδή, δεν έχουμε ελεγκτικούς μηχανισμούς; Κατά τον κ. Πάνο Σκοτινιώτη,

νομάρχη Μαγνησίας και υποψήφιο δήμαρχο Βόλου, «το μόνο που δεν μας λείπει

είναι οι θεσμοί ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που μετράει είναι το

ανθρώπινο δυναμικό. Να υπάρχει αφενός και να κάνει καλά τη δουλειά του

αφετέρου». Πώς το έλεγε ο Εμμανουήλ Ροΐδης; «Χρειαζόμαστε έναν μόνον νόμο για

να επιτάσσει την εφαρμογή του νόμου».

2,7 τρισ. δραχμές οι πόροι που διαχειρίζεται η Αυτοδιοίκηση

Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Αυτοδιοίκηση διαχειρίζονται συνολικά (το 2002)

δύο τρισεκατομμύρια επτακόσια δισεκατομμύρια δραχμές από εθνικούς και

κοινοτικούς πόρους. Τη μερίδα του λέοντος παίρνουν οι δήμοι με 2 τρισ. (700

δισ. κρατική επιχορήγηση, 200 δισ. από τα τέλη καθαριότητας, τα τέλη του 5%

και παρεπιδημούντων και περίπου 1 τρισ. από το Γ’ ΚΠΣ). Το μικρότερο μερίδιο

πηγαίνει στη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση με 700 δισ. κρατικούς και κοινοτικούς πόρους.