«Είμαστε όλοι Αμερικανοί!» αναφωνούσε ο διευθυντής της «Μοντ» Ζαν-Μαρί

Κολομπανί την επομένη των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Εκτός από μερικούς

έξαλλους, ολόκληρος ο κόσμος εξέφραζε τότε την (ειλικρινή ή μη) αλληλεγγύη του

προς τη λαβωμένη υπερδύναμη. Όμως αυτή η αλληλεγγύη δεν κράτησε πολύ. Σήμερα,

ένα χρόνο μετά τις επιθέσεις, είναι σχεδόν αόρατη. Συνέβαλε βέβαια σε αυτό η

αλαζονεία που έδειξαν, και εξακολουθούν να δείχνουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες σε

πολλά μέτωπα: περιβάλλον, φτώχεια, διεθνές ποινικό δικαστήριο, Ιράκ,

περιφρόνηση του ΟΗΕ. Ο αντιαμερικανισμός έχει όμως βαθύτερες ρίζες, έχει

διαστάσεις ιδεολογικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, ψυχολογικές.

«Οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν ξανά. Αυτή τη φορά κρατούσαν μια πελώρια

αμερικανική σημαία και κατέβαιναν αργά τον δρόμο φωνάζοντας ρυθμικά:

«Ρούζβελτ, Ρούζβελτ» […]. Έπειτα από λίγο οι δρόμοι έμειναν έρημοι».

Dmitri Kessel, Ελλάδα του ’44, Αθήνα, Εκδ. Άμμος, 1994, σ. 17.

Από διαδήλωση εναντίον του Κλίντον τον Νοέμβριο

Αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, με τα λόγια αυτά περιγράφει ο Ντμίτρι Κέσελ –

ο διάσημος φωτορεπόρτερ του «Life» – την ανασύνταξη των διαδηλωτών του ΕΑΜ

στην Πλατεία Συντάγματος, το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1944. Είχαν προηγηθεί οι

πυροβολισμοί από το μέγαρο της Αστυνομίας και οι νεκροί και τραυματίες που

κοίτονταν στο οδόστρωμα ξεπερνούσαν τους πενήντα. Τα «Δεκεμβριανά» άρχιζαν και

– όπως πιστοποιούν οι συγκλονιστικές φωτογραφίες του Κέσελ – οι Έλληνες

κομμουνιστές απευθύνονταν και στους Αμερικανούς για βοήθεια.

Στον μισό και πλέον αιώνα που μεσολάβησε, πέρα από την αλλαγή των αισθημάτων,

το περιστατικό αυτό δείχνει, νομίζω, και κάτι που συχνά ξεχνούμε: για την

Ελλάδα και για την Ευρώπη της απελευθέρωσης, η παρουσία της Αμερικής στη

Γηραιά Ήπειρο ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς. Χωρίς αποικιοκρατικά

«αμαρτήματα», η Αμερική του Ρούζβελτ δεν ήταν μόνον ένας από τους τρεις

μεγάλους συμμάχους και νικητές του αντιφασιστικού πολέμου. Ήταν η γη των

μεγάλων συνθέσεων, όπου η ιδεολογία του New Deal υποσχόταν ανάπτυξη με

δικαιοσύνη, κράτος δικαίου για όλους και δημοκρατία όχι μόνο για τους

ισχυρούς.

Την εικόνα αυτή ανέτρεψε ο Ψυχρός Πόλεμος. Από ανυστερόβουλος

αρωγός, ο Αμερικανός άρχισε να αντιμετωπίζεται από όλο και περισσότερους

Ευρωπαίους ως συμφεροντολόγος υπολογιστής, ο οποίος δεν σέβεται ούτε την

Ιστορία ούτε τις ιδιαιτερότητες των ευρωπαϊκών λαών, αλλά επιδιώκει να τους

μετατρέψει σε προχωρημένο ορμητήριο στον αγώνα κατά του κομμουνισμού.

Στο πλαίσιο αυτό πιστεύω ότι θα πρέπει να αναζητήσει κανείς τις ρίζες

του αντιαμερικανισμού και στη χώρα μας. Μετά το δόγμα Τρούμαν, η αμερικανική

παρουσία στην Ελλάδα ήταν τόσο έντονη ώστε θεσμοθετήθηκε. Ανατρέχοντας στη

νομοθεσία των χρόνων του Εμφυλίου, θα διαπιστώσει κανείς με έκπληξη ότι το

βέτο του εκπροσώπου της «αμερικανικής αποστολής» ήταν ρητά κατοχυρωμένο, όχι

μόνο σε τομείς όπως η διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων και η οργάνωση της

Αστυνομίας, αλλά και σε πεδία πολύ καθημερινότερης διαχείρισης. Έτσι, οι

αλλεπάλληλες επεμβάσεις στην πολιτική ζωή δεν ήταν παρά το επιστέγασμα πολύ

βαθύτερων δομών εξάρτησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η επιβολή της χούντας ήταν

επόμενο να χρεωθεί στους Αμερικανούς και να μην αναζητηθούν ποτέ σοβαρά και οι

τυχόν δικές μας ευθύνες.

Σήμερα, τριάντα σχεδόν χρόνια από τη Μεταπολίτευση, τα αντανακλαστικά της

προηγούμενης περιόδου επιβιώνουν. Αν και μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού,

τα αίτια του αντιαμερικανισμού είναι ασφαλώς διαφορετικά, στις ρίζες του

φαινομένου πιστεύω ότι βρίσκεται η ίδια αντίδραση προς την ταπείνωση και την

αλαζονεία. Βρίσκεται ακόμη η άρνηση μπρος στην επέλαση ενός μοντέλου ζωής, που

ισοπεδώνει εθνικές ιδιαιτερότητες και πολιτιστικές αξίες στο όνομα του κέρδους

και ενός άκρατου καταναλωτισμού. Με αποτέλεσμα, ακόμη και όταν έχουν όλο το

δίκαιο με το μέρος τους – όπως συνέβη με την τρομοκρατική επίθεση της 11ης

Σεπτεμβρίου – οι Ηνωμένες Πολιτείες να αντιμετωπίζονται με καχυποψία, αν όχι

και εχθρότητα.

Όταν επισκέφθηκε την Αθήνα, τον Νοέμβριο του 1999, ο πρόεδρος Κλίντον ζήτησε

συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για την υποστήριξη που η χώρα του είχε δώσει

στους συνταγματάρχες. Έκτοτε, η δήλωση αυτή ξεχάστηκε. Μήπως, μπρος στην

προοπτική οι Ηνωμένες Πολιτείες να αναλάβουν ακόμη ενεργότερα τον ρόλο του

πλανητικού χωροφύλακα θα ήταν χρήσιμο να την υπενθυμίσει κάποιος στον διάδοχό

του;

Ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.