Το πρώτο πτώμα κρεμόταν ανάποδα. Το αριστερό του πόδι ήταν δεμένο στον

ηλεκτρικό πυλώνα με σύρμα. Το κεφάλι μόλις που διακρινόταν κάτω από το μαύρο

πουκάμισο. Ήταν ο Μούσα Αρτζούμπ, από το χωριό Ντούρα.

Το δεύτερο πτώμα «προσέφερε» ένα ακόμα πιο φρικτό θέαμα. Ο γυμνός κορμός του

ήταν γεμάτος τρύπες από μαχαίρι. Μικροί Παλαιστίνιοι έχωναν μέσα τους,

ξεφωνίζοντας όλο χαρά, αναμμένα τσιγάρα. Ήταν ο Ζουχέιρ αλ-Μουχτασέμπ.

«Αυτό είναι ένα μάθημα για όλους εδώ». Στράφηκα και είδα έναν μεσήλικα άνδρα ο

οποίος μου επεδείκνυε ακόμα έναν αηδιαστικό σωρό από κρέας. «Αυτός ήταν ο

Μοχάμεντ Ντεμεμπζί. Αυτό είναι ένα μάθημα για όλους. Όλοι πρέπει να τους

δουν». Καθώς παρακολουθούσα, μια ομάδα γελαστών νεαρών πετούσε το ένα πτώμα σε

απορριμματοφόρο.

Τι κάνεις όταν βλέπεις ανθρώπους να αγαλλιάζουν με μία τέτοια βαρβαρότητα;

Αρχικά, δεν μπορούσα καν να καταγράψω τα τεκταινόμενα στο σημειωματάριό μου,

ζωγράφιζα μόνο σχέδια για να τα θυμάμαι. «Ο Θεός είναι Μεγάλος» φώναζε αυτό το

απαίσιο πλήθος. Υπήρχαν κορίτσια στις στέγες, νεαροί άνδρες με κοστούμια πλάι

στα πτώματα, μικρά παιδιά που τους πετούσαν πέτρες. Και η ονομασία του δρόμου

της Χεβρώνας όπου συνέβαιναν όλα αυτά; Οδός Ειρήνης.

Ήταν η εκδίκηση των Παλαιστινίων για τους ισραηλινούς πυραύλους που μετέτρεψαν

την Τρίτη σε πύρινη μπάλα το αυτοκίνητο του Μαρουάν Ζαλούμ, ενός από τους

ηγέτες της Ταξιαρχίας των Μαρτύρων Αλ Άκσα στη Χεβρώνα. Τρεις Παλαιστίνιοι που

κρατούνταν στις τοπικές φυλακές ως συνεργάτες των Ισραηλινών. Χτυπημένοι,

κατακρεουργημένοι, δολοφονημένοι. Καταλάβαινα, φυσικά, τι σκέφτονταν οι

συμπατριώτες τους. Αυτοί οι τρεις άνδρες εργάζονταν για το Ισραήλ, τη χώρα που

έχει θέσει υπό κατοχή τη γη τους εδώ και 35 χρόνια. «Για τα χρήματα θα το

έκαναν», μουρμούρισε πλάι μου ένας οδηγός.

Και οι τρεις συνεργάτες ήταν οικογενειάρχες. Μου είπαν ότι δεν θα επέτρεπαν

τον ενταφιασμό τους. Και έμεινα να αναρωτιέμαι πόσο πρέπει να αποκτηνωθούν οι

Παλαιστίνιοι προτού κληρονομήσουν ένα κράτος.