Και έχουν και δεν έχουν δίκιο. Το ένα ή το άλλο εξαρτάται απολύτως από τον

τόπο. «Δεν έχουμε πια άνοιξη», λένε όσοι – και είναι οι περισσότεροι – ζουν

εντός των τειχών των μεγαλουπόλεων. Και έχουν δίκιο γιατί τα χρώματα της

άνοιξης δεν μπορούν ν’ απλωθούν στο τσιμέντο και οι μυρωδιές της πνίγονται στα

κύματα των καυσαερίων. Κλειστός ο ορίζοντας, κλειστές και οι αισθήσεις.

Χελιδόνια; Ποιος τυχερός τα βλέπει πια; Και στα προάστια ακόμη, όπου τα

ανοιξιάτικα πετούμενα είναι ορατά, ποιοι έχουν χρόνο να τα χαζέψουν… Ο τόπος

καθορίζει τον χρόνο και τις εποχές.

Και για του λόγου το αληθές, η άλλη εικόνα, στην αυλή του σπιτιού της Ραχούλας

στην Εύβοια, με τις μαργαρίτες, τα χαμομήλια και τη μέντα: Η άνοιξη είναι εδώ,

ας κάνει λίγη ψύχρα το βραδάκι, με τον ανθό στα λιόδεντρα, τα τσάγαλα στις

μυγδαλιές και το ακούραστο πήγαιν’-έλα των πουλιών από μπαλκόνι σε δέντρο.

«Τα αγαθά της εξοχής», λέγαμε κάποτε χωρίς και να το πολυπιστεύουμε. Αλλά σ’

αυτά τα αγαθά, τα απλούστατα, ξαποσταίνουν χρόνος, ζωή και αισθήσεις.

Βγαίνοντας από την αυλόπορτα, το μικρό αδέσποτο πηδάει προς το αυτοκίνητο, ο

κυρ-Κώστας, καβάλα στον γαϊδαράκο του, σηκώνει το χέρι σε εγκάρδιο χαιρετισμό

και η θάλασσα, γυαλί όπως πάντα, αξεπέραστα κυρίαρχη, περιμένει το καλοκαίρι.

Υπάρχουν, πώς δεν υπάρχουν, εποχές. Μονάχα που δεν τις ζούμε.