Στον αστερισμό της αβεβαιότητας κινείται πλέον η ελληνική οικονομία καθώς

βασικά οικονομικά μεγέθη της εμφανίζουν τους τελευταίους μήνες τάσεις

επιδείνωσης και δημιουργούν ερωτηματικά για το κατά πόσο η εξέλιξη αυτή είναι

αποτέλεσμα συγκυριακών φαινομένων .

Ήδη, η αβεβαιότητα αυτή καταγράφεται στην έκθεση του διοικητή της Τραπέζης της

Ελλάδος που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα και στην οποία ουσιαστικά

αναθεωρείται ο στόχος για τον ρυθμό ανάπτυξης. Αν και επίσημα η έκθεση «μιλά»

για αύξηση του ΑΕΠ γύρω στο 3,5%, στελέχη της κεντρικής τράπεζας δεν

αποκλείουν το ενδεχόμενο η αύξησή του να κινηθεί στα επίπεδα του 3,3%.

Οι ενδείξεις που έρχονται από βασικούς τομείς δραστηριότητας της ελληνικής

οικονομίας τους τελευταίους μήνες δεν είναι καθόλου αισιόδοξες. Τον Ιανουάριο,

για πρώτη φορά, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, σημειώθηκε μείωση του ρυθμού της

πιστωτικής επέκτασης τόσο στον τομέα της καταναλωτικής πίστης όσο και στα

επιχειρηματικά δάνεια.

«Η εξέλιξη αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά τελευταία και δεν σημαίνει

απαραίτητα ότι αποτελεί σημάδι ύφεσης. Είναι πολύ πιθανό να οφείλεται σε

καθαρά συγκυριακούς λόγους», τόνιζε κορυφαίος παράγων της κεντρικής τράπεζας.

Για παράδειγμα, υποστήριζε, πως η μείωση των καταναλωτικών και προσωπικών

δανείων μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί λόγω της καθιέρωσης του

ευρώ να προτίμησαν να πραγματοποιήσουν τις αγορές τους με μετρητά. Μπορεί,

όμως, και να συνδέεται και με την υπερχρέωση ομάδων πληθυσμού που μέχρι τώρα

προσπαθούσαν να διατηρήσουν σταθερό το επίπεδο κατανάλωσής τους, κυρίως με

δανειακά κεφάλαια.

Η αισιόδοξη αυτή ερμηνεία, όμως, δεν επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των

στοιχείων που αφορούν την πορεία εξυπηρέτησης των δανείων. Πληροφορίες

εμφανίζουν να έχει σημειωθεί το τελευταίο διάστημα μια οριακή αύξηση του

αριθμού των δανείων που δεν εξυπηρετούνται κανονικά από τους δανειολήπτες.

Πρέπει να σημειωθεί ότι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων κανονικά δανείων

κυμαίνεται από 2 – 10% ανάλογα με την τράπεζα και την κατηγορία του δανείου.

Αλλά και η ζήτηση στεγαστικών δανείων δεν κινείται με τους ρυθμούς των

προηγούμενων ετών. Τραπεζίτες υποστήριζαν, την προηγούμενη εβδομάδα, ότι στο

πρώτο δίμηνο του χρόνου σημειώθηκε κάμψη της ζήτησης για στεγαστικά δάνεια που

κινείται στα επίπεδα από 20-50%. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται και με την

επιβράδυνση των τιμών των ακινήτων που έχει αρχίσει να καταγράφεται από τις

αρχές Απριλίου και η οποία βαίνει κλιμακούμενη το τελευταίο τετράμηνο του

2001. Αυτό όμως που είναι ανησυχητικό είναι ότι ενώ μέχρι και τον Οκτώβριο

υπήρχε κάμψη των τιμών στα επαγγελματικά ακίνητα, τον Νοέμβριο και τον

Δεκέμβριο η τάση αυτή άρχισε να επεκτείνεται και στις κατοικίες (κυρίως αυτές

που βρίσκονται σε ακριβά προάστια της Αθήνας). Ο φόβος είναι ότι μια

συνεχιζόμενη κάμψη της ζήτησης για κατοικία μπορεί να περιορίσει και την

οικοδομική δραστηριότητα, η οποία τα τελευταία χρόνια λειτούργησε ως

ατμομηχανή της οικονομίας και έχει επηρεάσει ανάλογα και την εξέλιξη του ΑΕΠ.

Η κρίση στη Σοφοκλέους

Ανάλογη επίπτωση στην ανάπτυξη μπορεί να έχει και η κρίση που μαστίζει τη

Σοφοκλέους. Ήδη από τις αρχές του χρόνου καταγράφεται υποχώρηση του Γενικού

Δείκτη Τιμών κατά 15,17%, ενώ ο όγκος των συναλλαγών του α’ τριμήνου έχει

περιορισθεί κατά 44% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2001. Η πορεία

αυτή έχει επηρεάσει αρχικά τη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων από το ΧΑΑ και στη

συνέχεια τον σχεδιασμό και την υλοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων. Παράλληλα

εκτιμάται ότι θα προκαλέσει και πίεση για άντληση κεφαλαίων μέσω τραπεζικού

δανεισμού, γεγονός που οδηγεί στην επιβάρυνση των χρηματοοικονομικών δεικτών

των επιχειρήσεων.