Η γαλλική Αριστερά – μετά την «καταστροφική» κυβερνητική εμπειρία της περιόδου

1988-93 – βρέθηκε εκ νέου στην εξουσία το 1997. Η νίκη του 1997 επιτεύχθηκε

στη βάση ενός προγράμματος που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τους οικονομικούς

και κοινωνικούς προσανατολισμούς των προηγούμενων γαλλικών κυβερνήσεων (τόσο

της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς). Η «πολλαπλή» Αριστερά του Λ. Ζοσπέν

επιβλήθηκε ως κυβερνητική δύναμη μέσα από – και χάρη σε – μια αριστερή και όχι

δεξιά (όπως στη Μ. Βρετανία) συμβολική ρήξη με το παρελθόν. Η ενεργοποίηση της

διαιρετικής τομής Αριστερά – Δεξιά, η συμμαχία με το ΓΚΚ (και τους Οικολόγους)

και μια πολιτική με πολλά στοιχεία soft κεϋνσιανισμού αποτέλεσαν τη συνταγή

επιτυχίας του ΓΣΚ. Ο γαλλικός «βολονταρισμός» του Ζοσπέν εμφανίστηκε ως

ανταγωνιστικός του βρετανικού «νέο – αναθεωρητισμού» του Μπλερ. Η περίφημη

«γαλλική εξαίρεση» επανερχόταν με νέα μορφή, στο προσκήνιο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ζοσπέν άρχισε την προεκλογική εκστρατεία του 1997

με μια αναγγελία – σοκ: Εάν η Αριστερά αναλάβει την εξουσία, θα ακολουθήσει

επεκτατική πολιτική ακόμη και αν κάτι τέτοιο θα σήμαινε τον μη σεβασμό των

κριτηρίων σύγκλισης που επέβαλλε η ένταξη στο ευρώ. Ωστόσο, είναι εξίσου

χαρακτηριστικό ότι μια από τις πρώτες αποφάσεις της κυβέρνησης Ζοσπέν υπήρξε

ακριβώς η αποδοχή του συμφώνου σταθερότητας. Με την αποδοχή αυτή, η οποία

έγινε χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα, η Γαλλία, και μαζί της η Ευρώπη, γύρισε

την πλάτη στην προοπτική μιας κεϋνσιανής πολιτικής για την ενίσχυση της

οικονομικής δραστηριότητας. Η παραίτηση, λίγο αργότερα, τον Μάρτιο 1999, του

Ο. Λαφοντέν, οδήγησε στην οριστική εγκατάλειψη του κεϋνσιανού προγράμματος,

εγκατάλειψη δηλωτική της ανικανότητας της Αριστεράς να οικοδομήσει μια

«σοσιαλδημοκρατική» Ευρώπη (Βλ. Gerassimos Moschonas. In the Name of Social

Democracy. The Great Transformation Verso, Λονδίνο – Νέα Υόρκη 2002).

Η υιοθέτηση από τη γαλλική κυβέρνηση της δημοσιονομικής ορθοδοξίας, η

προτεραιότητας της αντιπληθωριστικής δράσης, η εγκατάλειψη των αρχικών

φιλοδοξιών για μια μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση αναδιανεμητικού τύπου, μια

μετριοπαθής πολιτική μισθών, η προωθημένη πολιτική άμεσων και – κυρίως –

έμμεσων ιδιωτικοποιήσεων, συνιστούν τα απτά σημάδια μιας οικονομικής πολιτικής

προσανατολισμένης στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Τελικά, στο ραντεβού της

μακροοικονομικής ρήξης, η γαλλική Αριστερά δεν προσήλθε. Η γαλλική εξαίρεση

δεν επιβεβαιώθηκε.

Εν τούτοις, θα ήταν άκρως άδικο να υποστηρίξει κανείς ότι οι δύο

σημαντικότερες πρωτοβουλίες της ήδη λήξασας βουλευτικής περιόδου, δηλαδή το

Πρόγραμμα Απασχόλησης των Νέων (το οποίο είχε σημαντική επιτυχία) και η

εφαρμογή της πολιτικής μείωσης του χρόνου εργασίας (ακόμη και στην ισχνή

εκδοχή της σε σχέση με τους αρχικούς στόχους) ήταν μέτρα νεοφιλελεύθερης

έμπνευσης. Θα ήταν, επίσης, άδικο να παραγνωρίσει κανείς τα μέτρα ενίσχυσης

της κοινωνικής αλληλεγγύης (ιδιαίτερα για όσους διαβιούν σε συνθήκες ακραίας

φτώχειας), τη μείωση της ανεργίας (που έχει ήδη ξαναπάρει την ανηφόρα), τους

σχετικά ικανοποιητικούς δείκτες ανάπτυξης (2,9% την περίοδο 1997-2001, εκ των

οποίων το 1,4% αποδίδεται, ακόμη και από οικονομολόγους μη προσκείμενους στην

κυβέρνηση της Αριστεράς, στην πολιτική Ζοσπέν). Θα ήταν επίσης άδικο να

θεωρήσει κανείς ως απλή ρητορική (αν και είναι και αυτό) τις προτάσεις της

γαλλικής κυβέρνησης για ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης (όπως για παράδειγμα, η

πρόταση πολιτικού ελέγχου του FMI και της Παγκόσμιας Τράπεζας, καθώς και η

πρόταση για μια ευρωπαϊκή οικονομική κυβέρνηση). Εάν είναι βέβαιο ότι η

«Πολλαπλή Αριστερά» δεν τήρησε την υπόσχεση αποστασιοποίησης από το

νεοφιλελεύθερο παράδειγμα, είναι εντούτοις βέβαιο ότι επέφερε «διορθώσεις» στο

εσωτερικό αυτού του παραδείγματος, ενσταλάζοντας στοιχεία που προέρχονται από

μια μη φιλελεύθερη ή αντι-φιλελεύθερη παράδοση. Αυτό που χαρακτηρίζει,

συνεπώς, τη γαλλική εμπειρία είναι η αμφιταλάντευση, η ενεργοποίηση δύο

παράλληλων λογικών: μια λογική που ωθεί τη γαλλική Αριστερά να ενσωματωθεί

ακόμη περισσότερο στον κόσμο του οικονομικού φιλελευθερισμού, και μια άλλη,

που λειτουργεί αντισταθμιστικά, που εισάγει επαναρρύθμιση στο εσωτερικό της

«απορρύθμισης».

Χωρίς αμφιβολία, δεν υπάρχει στη Γαλλία κάποια εναλλακτική σοσιαλδημοκρατία,

ένα είδος «αριστερής» σοσιαλδημοκρατίας.

Υπάρχει όμως ένας άλλος αέρας, μια άλλη πολιτική και ιδεολογική ατμόσφαιρα,

τόσο στους κόλπους της κυβέρνησης Ζοσπέν όσο και στον χώρο του συνδικαλισμού,

και βεβαίως στον χώρο που στη Γαλλία ονομάζουν «η Αριστερά της Αριστεράς».

Αυτή η εναλλακτική ατμόσφαιρα διακρίνεται καθαρά στον πολιτικό λόγο της

γαλλικής κυβέρνησης, καθώς και σε ορισμένες πλευρές της δράσης της. Όμως δεν

μεταφράζεται σε ευκρινώς διακριτές και φιλολαϊκές πολιτικές, γεγονός που

εξηγεί την απομάκρυνση των λαϊκών στρωμάτων από την «επίσημη» Αριστερά ή την

τάση τους να απέχουν από την εκλογική διαδικασία. Στην εκλογική αναμέτρηση του

Απριλίου και του Μαΐου θα κριθεί εάν η τέχνη του να παίζει κανείς σε δύο

ταμπλό, η τέχνη τού να είναι εδώ και να είναι συγχρόνως αλλού, παραμένει μια

τέχνη εκλογικά αποδοτική.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής

Επιστήμης και Ιστορίας, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο