Πολλοί αναλυτές έχουν διατυπώσει, σε διαφορετικές εκδοχές, τη θέση ότι η

Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έναν «πολιτισμικό δυϊσμό», προϊόν της επιβίωσης δύο

μεγάλων παραδόσεων (Βυζάντιο – Διαφωτισμός, Ανατολή – Δύση, Ρωμιός – Έλληνας

κ.λπ.). Μια πρόσφατη έρευνα της Κάπα – Research («Το Βήμα», 23.12.2001)

επιτρέπει να συναγάγουμε σημαντικά συμπεράσματα για τη νεοελληνική ταυτότητα.

Αν συνοψίζαμε, απλοποιώντας στο έπακρο, τα ευρήματα, θα λέγαμε ότι η ελληνική

ταυτότητα είναι τριπλής υφής: α) είμαστε ένα μεγάλο έθνος που διατηρεί ακόμη

και σήμερα τμήμα του ιστορικού του μεγαλείου («ξεχωρίζουμε για την ευφυΐα και

τον πολιτισμό μας»), β) είμαστε μια χώρα δυναμική, που προοδεύει και

εκσυγχρονίζεται, που ενισχύει τη θέση της στον κόσμο, και γ) είμαστε μια χώρα

χωρίς αξίες και κανόνες, με ανθρώπους αφερέγγυους και «επιφανειακούς», χώρα

αμοραλιστική στην οποία κυριαρχεί η κομπίνα, η διαφθορά, ο ατομικισμός και η

κρατική εύνοια.

Εάν η «μεγάλη» εικόνα είναι αντιφατική, εξίσου αντιφατικές είναι οι «μικρές»

εικόνες. Οι Έλληνες είναι και με το ΝΑΤΟ και αντιαμερικανοί, και με την αγορά

και με το κράτος, και υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων και υπέρ της ισότητας, και με

τους θεσμούς και με τη φοροδιαφυγή.

Συνεπώς, η νεοελληνική ταυτότητα, σε τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στον

ναρκισσιστικό αυτοθαυμασμό και στην έλλειψη αυτοεκτίμησης, μοιάζει με

«σπασμένο καθρέπτη». Είναι εσωτερικά πολύ διχασμένη. Ο πολιτισμικός δυϊσμός,

για τον οποίο έχει συστηματικά γράψει ο Ν. Διαμαντούρος (Πολιτισμικός

Δυϊσμός και Πολιτική Αλλαγή, εκδ. Αλεξάνδρεια), επιβεβαιώνεται σε μεγάλο

βαθμό από τα δεδομένα της έρευνας. Η ελληνική ταυτότητα συγκροτείται ως πεδίο

μάχης. Αυτό το πεδίο μάχης είναι συγχρόνως «συλλογικό» (αφορά την κοινωνία ως

σύνολο) και ατομικό, διαπερνά τον «μέσο» Έλληνα ως άτομο, υποδεικνύει έναν εν

εαυτοίς εσωτερικό διχασμό, θέσεις μάχης εντός του ατόμου.

Ωστόσο, οι φορείς των διαφορετικών αντιλήψεων και νοοτροπιών δεν φαίνεται να

δημιουργούν σύνολα ιδεών και νοοτροπιών ευκρινώς διακριτά και ευκρινώς

αντίπαλα μεταξύ τους. Εκσυγχρονιστές και παραδοσιακοί, «συστημικοί» και

«αντισυστημικοί», αριστεροί και δεξιοί, φιλοδυτικοί και αντιδυτικοί,

προνομιούχοι και μη προνομιούχοι μοιράζονται σε σημαντικό βαθμό τα ίδια βασικά

μοτίβα και τις ίδιες βασικές ιδέες. Ο πολιτισμικός δυϊσμός προκύπτει μόνον εν

μέρει ως αποτέλεσμα μιας διαίρεσης ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα με

διαφορετικούς ορίζοντες και ανταγωνιστικές νοοτροπίες. Οι συστηματικές

διαφοροποιήσεις είναι περιφερειακές και αφορούν μάλλον μικρά ­ από αριθμητική

άποψη ­ τμήματα του πληθυσμού.

Αυτή η συν-ύπαρξη και ώσμωση ­ ακριβέστερα: η καταπληκτική συμπληρωματικότητα

­ στάσεων και ιδεών που προέρχονται από αντιφατικά συστήματα πεποιθήσεων και

νοοτροπιών δημιουργούν έναν ιδιότυπο πολιτισμικό και ιδεολογικό «μέσο» χώρο.

Στον χώρο αυτό συμμετέχουν σε σημαντικό βαθμό (παρά τις αδιαμφισβήτητες

διαφοροποιήσεις τους) προοδευτικοί και αντιδραστικοί, λαϊκιστές και ελιτιστές,

φορείς της «μεταρρυθμιστικής» και φορείς της «παρωχημένης» κουλτούρας. Ο

ιδιότυπος αυτός «μέσος» χώρος είναι συντριπτικά πλειοψηφικός, κάτι που δεν

αναδεικνύεται επαρκώς από την ανάλυση του Ν. Διαμαντούρου.

Η συν-εύρεση σε αυτό τον πλειοψηφικό μέσο χώρο, η ιδιότυπη αυτή πολιτισμική

«πολυσθένεια», δεν είναι χωρίς συνέπειες: απαλύνει την οξύτητα των αντιθέσεων,

αποτρέπει τη δημιουργία μεγάλων μετώπων, εμποδίζει τις ναπολεόντειες μάχες,

διευκολύνει τις πολιτικές ισορροπίας. Συμφύρονται έτσι, αντιφατικά και άκριτα,

ο ευρωπαϊσμός και ο αντιδυτικισμός, ο νεοφιλελευθερισμός και η έφεση προς το

κράτος, το πελατειακό πνεύμα με το αίτημα της ορθολογικής οργάνωσης των

θεσμών, το Βυζάντιο και ο Διαφωτισμός, η αίσθηση πολιτισμικού μεγαλείου και η

πεποίθηση πολιτισμικής αθλιότητας. Ο «σπασμένος καθρέπτης» ενοποιεί την

πλειοψηφία του πληθυσμού.

Εάν η εικόνα του «σπασμένου καθρέπτη» περιγράφει την σημερινή ελληνική

κουλτούρα, ο ίδιος «σπασμένος καθρέπτης» υποδεικνύει στα οικονομικά και

κοινωνικά θέματα μια Ελλάδα «δύο ταχυτήτων», διαιρεμένη σε μια πλειοψηφία

«χαμένων» και μια μειοψηφία «κερδισμένων». Το αίτημα της μείωσης των

ανισοτήτων και της κατάργησης της διάκρισης insiders – outsiders εμφανίζεται

κεντρικό (βλ. «Το Βήμα», όπ. π.). Αυτό το αίτημα, που υπήρξε ιστορικά και

παραμένει σήμερα ένα μοντέρνο – νεωτερικό αίτημα, δεν μπορεί να θεωρηθεί

σοβαρά ως στοιχείο της «παραδοσιακής» κουλτούρας. Συνεπώς, ο πολιτισμικός

δυϊσμός και η διαίρεση Αριστεράς – Δεξιάς εξακολουθούν να βρίσκονται, ως η

διάσταση Τζέκυλ και η διάσταση Χάιντ, στην καρδιά του πολιτικού προβλήματος

μιας κοινωνίας που αλλάζει.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής

Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.