Η θρησκεία και ο φανατισμός σχετίζονται, αλλά δεν ταυτίζονται. Μπορεί να

υπάρξει θρησκεία χωρίς φανατισμό και είναι δυνατόν να έχουμε φανατισμό δίχως

θρησκεία. Η σχέση θρησκείας και φανατισμού είναι ενδεχόμενη και όχι αναγκαία.

Η λέξη «φανατικός» είναι μεταγραφή του λατινικού fanaticus, που σημαίνει τον

θιασώτη του ιερού χώρου (fanum). Όποιος συχνάζει στα ιερά ενδέχεται να γίνει

φανατικός. Τα ειδησεογραφικά δελτία της τελευταίας δεκαετίας μετά την πτώση

του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» με την ανάδειξη της θρησκείας σε

πρωταγωνιστή της σύγχρονης ιστορίας και την ταυτόχρονη έκρηξη απροσμέτρητης

βίας στον πλανήτη μας από τη Μέση Ανατολή μέχρι τα Βαλκάνια πιστοποιούν τη

σχέση θρησκείας και φανατισμού περίτρανα.

Δεν ταυτίζεται απαραιτήτως ο φανατισμός με τη θρησκεία παντού και πάντοτε.

Υπάρχει άθρησκος φανατισμός: ο ναζισμός και ο σταλινισμός με τα Άουσβιτς και

τα Γκουλάγκ ήταν άθρησκα ιδεολογήματα με πλεόνασμα φανατισμού. Εξίσου υπαρκτή

είναι η αφανάτιστη θρησκεία: ο ελληνορωμαϊκός κόσμος διακρίνεται για την

ανεκτικότητά του, παρά τους διωγμούς χριστιανών και Εβραίων στους τρεις

πρώτους αιώνες μ.Χ., όπως επίσης οι απω-ανατολικές θρησκείες (ινδουισμός,

βουδισμός) υστερούν σε κρούσματα φανατισμού.

Η ανεκτικότητα είναι καταστατική αρχή των μονοθεϊσμών, οι οποίοι φαίνεται να

πλειοδοτούν σε φανατισμό. Στο Κοράνιο, για παράδειγμα, προβλέπεται η ανοχή

χριστιανών και Εβραίων ως πιστών της Βίβλου. Άλλωστε, στην Οθωμανική

Αυτοκρατορία υλοποιήθηκαν τα θρησκευτικά προνόμια των υπόδουλων μονοθεϊστών.

Στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο βρήκαν καταφύγιο οι διωγμένοι από τον

ρωμαιοκαθολικό βασιλέα της Ισπανίας Εβραίοι το 1492.

Ο φανατισμός χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται τη θρησκεία, όπως άλλωστε σωρεία

άλλων ιστορικών μορφωμάτων, σαν το έθνος, την πατρίδα, τη φυλή, το κράτος

κ.λπ. Ο λόγος της προτίμησης του φανατισμού στη θρησκεία είναι ότι αυτή η

τελευταία συναρπάζει το ασυνείδητο του ανθρώπου, ικανοποιεί συμβολικά τις

ανικανοποίητες επιθυμίες του για ζωή, ευτυχία κ.ά. κι έτσι η θρησκεία πείθει

μάζες συνανθρώπων μας ανεξαρτήτως μορφωτικού ή εισοδηματικού επιπέδου.

Ο φανατισμός προϋπάρχει της θρησκείας, γι’ αυτό επιδιώκει να συνυπάρχει μαζί

της. Σχετίζεται με αυτήν, χωρίς όμως ποτέ να ταυτίζεται μαζί της. Το ζήτημα

δεν είναι τι κάνει ο φανατισμός, αλλά το τι πράττει η θρησκεία! Συμφέρον όλων

μας, πιστών και απίστων, δύσπιστων και ολιγόπιστων, είναι να στρέψουμε τη

θρησκεία ενάντια στον φανατισμό.

Αυτή είναι η αποστολή της φωτισμένης θρησκευτικής ηγεσίας κάθε παράδοσης

σήμερα που μπορεί να ερμηνεύει τα ιερά κείμενα με τρόπο φιλάνθρωπο και όχι

απάνθρωπο. Για παράδειγμα, ο θρυλούμενος «ιερός πόλεμος» του Ισλάμ ήταν αρχικά

μια έννοια ηθική και πνευματική, υπονοώντας τον προσωπικό πνευματικό αγώνα του

πιστού εναντίον των παθών και των αδυναμιών του. Αργότερα, και για λόγους

ιστορικής σκοπιμότητας, κατάντησε να γίνει μια έννοια πολιτική και πολεμική,

εννοώντας τη βίαιη εξόντωση των αλλοθρήσκων που εξισώθηκαν με τους απίστους.

Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τα σχετικά παραδείγματα θυμίζοντας ότι δίπλα

στο πασίγνωστο «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» της Παλαιάς Διαθήκης ισχύει το

«αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» της Εβραϊκής Βίβλου.

Τι να πούμε για το χριστιανικό «αγαπάτε αλλήλους» που συστεγάζεται στην Καινή

Διαθήκη με το «ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν»! Εκείνο που προέχει

στις δικές μας πονηρές ημέρες είναι η διαστολή φανατισμού και θρησκείας

έμπρακτα για την απόκτηση μιας καρδιάς ανοικτής στο σύμπαν ολόγυρά μας. Κάτι

τέτοιο περιμένει από εμάς όλους ο Θεός που δεν έχουμε δει και ο συνάνθρωπός

μας που καθημερινά βλέπουμε δίπλα μας, ο περίφημος «πλησίον».

Ο Μάριος Μπέγζος είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της

Θρησκείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών