Είκοσι χρόνια διάβηκαν σαν μεθαύριο Πέμπτη («τι διάστημα μικρό!», όπως λέει κι

ο Καβάφης) από την άνοδο του κυβερνώντος κόμματος στην εξουσία.

Πέμπτη ήταν πάλι (αλλά 15 Οκτωβρίου) που μίλησε ο Ανδρέας στην Πλατεία

Συντάγματος αναφέροντας, μέσα στα άλλα, ότι το «ΠΑΣΟΚ είναι ένας έφηβος που το

μέλλον δικαιωματικά τού ανήκει».

(Μια φράση, μέσα σε πολλές άλλες ­ θα μου επιτραπεί η περιαυτολογία ­ που του

είχα εγχειρίσει την ίδια Πέμπτη το πρωί, σ’ ένα ολιγόγραφο σημείωμά μου, καθώς

την προηγούμενη Τετάρτη είχα διαπιστώσει κατά τη διάρκεια ενός μεσημεριανού

τετ-α-τετ που κράτησε τρεισήμισι ώρες ότι ελάχιστα γνώριζε ο ίδιος για το τι

φημολογούνταν στην αγορά για το ΠΑΣΟΚ. Π.χ., «ότι θα σου πάρει τη μια κατσίκα

αν έχεις δύο, το ένα διαμέρισμα αν διαθέτεις κι άλλο, ότι θα δεσμεύσει τις

καταθέσεις στις τράπεζες» κ.τ.λ. Από τα δέκα σημεία του μονοσέλιδου

σημειώματός μου ανέφερε τα οκτώ, εκ των οποίων τα τέσσερα αποτέλεσαν τους

βασικούς υποτίτλους του «Βήματος» της επομένης, Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 1981).

Πιστός στους φίλους που τον αγαπούσαν, με κάλεσε την Κυριακή 18 Οκτωβρίου στο

Καστρί. Ήρθαν να με πάρουν από το σπίτι μου οι άγνωστοί μου τότε Κώστας

Λαλιώτης, Παρασκευάς Αυγερινός (που τον γνώριζα μόνο ως παλιό του ΕΑΜ),

Γιώργος Γεννηματάς, Πέτρος Μόραλης (με τον οποίο και βρεθήκαμε μακρινά

ξαδέρφια).

Καθώς ανεβαίναμε προς το Καστρί, ακούσαμε τα πρώτα αποτελέσματα από το

ραδιόφωνο δυο χωριών της ορεινής Ναυπακτίας, φέουδα της Δεξιάς, που ‘διναν στο

ΠΑΣΟΚ ποσοστό 48,5%. Στην πόρτα μάς υποδέχθηκε σε λίγο ο ίδιος ο Ανδρέας, με

το ποτήρι τού ουίσκι στο ένα χέρι, μάλλον ευδιάθετος. Κι εκεί, προς γενική

κατάπληξη των παρισταμένων και δική μου, έβγαλε από την κωλότσεπή του ένα

χαρτάκι (από κουτί τσιγάρα) που του το είχα δώσει το 1979 με τα προγνωστικά

μου για τις εκλογές που θα γίνονταν. Και είχα πέσει διάνα. Του έδινα τη νίκη

με το ίδιο ποσοστό των πρώτων αποτελεσμάτων των δυο χωριών της ορεινής

Ναυπακτίας, 48,5%.

Ο Μόραλης με τον Γεννηματά αποτραβήχθηκαν στο γραφείο για να συντάξουν το

κείμενο της διακήρυξης προς τον ελληνικό λαό, μετά την οριστικοποίηση της

νίκης («πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων»), και η συρροή των καλεσμένων στο σπίτι

του Ανδρέα και της Μαργαρίτας από ‘κει και πέρα δεν είχε σταματημό.

«Και τα θυμήθηκα όλα αυτά / σαν ένα ποίημα του Καβάφη σε μετάφραση / όταν μη

αντέχοντας την αψάδα της μνήμης / βάζεις πολύ νερό / βάζεις και πάγο / και

πίνεις πια ένα υγρό / άσπρο νοσταλγικό και πράο» (από το ποίημα του

υπογράφοντος «Πίνοντας ούζο Sans Rival» που αφορά βέβαια τα χρόνια της

αυτοεξορίας).

Και τώρα γιατί αυτή η αναμνησιολογία; Γιατί είκοσι χρόνια είναι τρεις γενιές.

(Αν αφαιρέσουμε βέβαια την τριετία του sebatical από την εξουσία). Και είμαστε

μπροστά σε νέα προβλήματα, σε νέες συνθήκες, που σημαίνουν, όπως δεν ξέρω

ποιος αναλυτής σωστά το επισήμανε, το επερχόμενο τέλος της λευκής κυριαρχίας.

Και ωστόσο, τρεις ημέρες μετά, στις 22 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς (1981),

συνέβη πάλι κάτι το μοναδικό: η τρίλεπτη συνέντευξη του Ανδρέα στο αμερικανικό

τηλεοπτικό δίκτυο του NBC. Εκεί όπου κάθε Έλληνας, ανεξαρτήτως κόμματος,

ένιωσε εθνικά υπερήφανος γιατί σήμανε, αυτά που είπε ο Ανδρέας στον καθόλου

ευγενικό δημοσιογράφο, την αρχή της απεξάρτησης της χώρας μας από τον συρμό

των ΗΠΑ. Λόγια μεστά, που χαράκτηκαν στη συλλογική μνήμη.

Μία εβδομάδα μετά τις εκλογές, φίλος, θυμόσοφος, θερμός υποστηρικτής της

Αλλαγής, μου έλεγε: «Εδώ και μια βδομάδα, βρε παιδί μου, σαν να μου φαίνεται

πως οι Έλληνες οδηγούν λιγότερο νευρικά».