«Όταν η μάχη αρχίσει, χτύπα σαν τους μαχητές που δεν θέλουν να

επιστρέψουν στον κόσμο τούτο. Φώναξε «Αλλάχ Ακμπάρ!»,

γιατί οι λέξεις αυτές κάνουν τους άπιστους να τρέμουν. Ο Θεός

είπε: «Χτύπα πάνω από τον λαιμό, [χτύπα] στα άκρα όλα».

Να ξέρεις ότι οι κήποι του παραδείσου σε περιμένουν πανέμορφοι, ότι

οι γυναίκες του παραδείσου σε καρτερούν και σου φωνάζουν: «Έλα από

δω, φίλε του Θεού»».

Τα λόγια αυτά ­ απόσπασμα από τις χειρόγραφες οδηγίες που δόθηκαν στους

αυτόχειρες τρομοκράτες λίγο προτού χτυπήσουν ­ πέρασαν σχεδόν ασχολίαστα στην

Ελλάδα. Λες και το αβυσσαλέο μίσος που εξέπεμπαν δεν προσέβαλλε τον πολιτισμό

μας. Λες και ο κοινός νους θα έπρεπε να ανεχθεί τον απάνθρωπο ζόφο τόσης

παράνοιας.

Δεν θα με απασχολήσει βεβαίως η «οργή Θεού» του αμετροεπούς Αρχιεπισκόπου.

Ούτε το αβασάνιστο «ό,τι έσπειραν θερίζουν» που επιπόλαια χρησιμοποίησε

αριστερή πεζογράφος για τους Αμερικανούς. Δεν θα με απασχολήσει, τέλος, ούτε η

εμπαθής όσο και ανιστόρητη υπενθύμιση της θυσίας του καλόγερου Σαμουήλ και του

ηγουμένου Γαβριήλ από τον μέντορα της «νέας» Ορθοδοξίας προς τους «εντόπιους

κουίσλινγκ της Νέας Τάξης», όπως ο ίδιος τους αποκάλεσε, δίνοντας έτσι άλλο

ένα δείγμα του ακαδημαϊκού ήθους που τον διακρίνει.

Τέτοιες ώρες, πολύ φοβούμαι ότι με τους ανθρώπους αυτούς δεν υπάρχουν

περιθώρια συζήτησης. Ας τους αφήσουμε να τα «βρουν» με τους νεόκοπους

κομμουνιστές και με τους χρυσαυγίτες. Με τον πρωτόγονο αντιαμερικανισμό τους ­

μην το ξεχνάμε ­ τους ενώνει από την εποχή του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο μια

εκλεκτική πνευματική συγγένεια.

Απεναντίας, θα στραφώ προς τους φίλους ­ νεώτερους αλλά κυρίως παλαιούς ­ που,

από την πρώτη στιγμή, θέλησαν να πάρουν τις αποστάσεις τους και από τους δύο

«εμπολέμους»: αφενός, από τους τρομοκράτες και τους Ταλιμπάν και, αφετέρου,

από τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ. Για να αποκρουσθεί η τρομοκρατική βία των

μεν, υποστηρίζουν, δεν είναι απαραίτητο να προσχωρήσει κανείς στην οργανωμένη

βία των δε. «Πλήγμα κατά της ανθρωπότητας, του πολιτισμού και της πολιτικής»,

τονίζουν, ο πόλεμος που «κήρυξαν» οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ κατά του

Μπιν Λάντεν είναι εξίσου βάρβαρος με την τρομοκρατία. Διότι στρέφεται και

αυτός κατά της δημοκρατίας και της ειρήνης. Και όλ’ αυτά, λες και οι

εχθροπραξίες έχουν ξεκινήσει από τις 12 Σεπτεμβρίου· λες και από τότε οι

εκατόμβες των αμάχων σωρεύονται στα βουνά του Αφγανιστάν και δεν το

αντιληφθήκαμε.

Δεν θα σταθώ στις πολιτικές προεκτάσεις της θέσης αυτής. Αν γινόταν δεκτή,

είμαι βέβαιος ότι θα οδηγούσε τη χώρα σε μια χωρίς προηγούμενο γεωπολιτική

απομόνωση. Η ηθική ανακολουθία της λογικής των ίσων αποστάσεων είναι αυτή που

πρωτίστως με ενοχλεί. Διότι, παρά τη φαινομενική «καθαρότητά» της, η γραμμή

των ίσων αποστάσεων οδηγεί κατά τη γνώμη μου σε απαράδεκτες συγχύσεις.

Πρώτον, διότι θέτει σε ίση μοίρα τα όποια τρωτά του αμερικανικού πολιτικού

συστήματος με την πιο βάναυση βαρβαρότητα, τη βαρβαρότητα της εκ προθέσεως

δολοφονίας χιλιάδων αθώων. Στο κάτω κάτω, το αμερικανικό Πεντάγωνο δεν ήταν ο

αποκλειστικός στόχος του τρομοκρατικού χτυπήματος της 11ης Σεπτεμβρίου.

Δεύτερον, διότι, ακόμη και αν θεωρούνταν ότι οι Αμερικανοί έχουν διαπράξει

εξίσου αποτρόπαια εγκλήματα, η λογική των ίσων αποστάσεων τα συμψηφίζει.

Ωστόσο, όπως παρατηρούσε εύστοχα τις προάλλες ο Στ. Ράμφος, από την εποχή του

Αισχύλου, ο πολιτισμός μας θέλει κάθε έγκλημα να κρίνεται χωριστά· γιατί ο

συμψηφισμός νομιμοποιεί στις συνειδήσεις το έγκλημα και έτσι το διαιωνίζει.

Τρίτον, διότι η λογική των ίσων αποστάσεων υποβαθμίζει την επιτακτική ανάγκη

οι ένοχοι του αποτρόπαιου εγκλήματος της 11ης Σεπτεμβρίου να λογοδοτήσουν και

οι ομοϊδεάτες τους να αποτραπούν από παρόμοια εγχειρήματα στο μέλλον. Ασφαλώς,

για να θυμηθούμε τον εμπνευσμένο τίτλο της «Observer» των πρώτων ημερών μετά

το χτύπημα, «Seek justice, not war!». Ανέκαθεν, όμως, σε όλα τα μήκη και

πλάτη, μόνο αφελείς πιστεύουν ότι μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη χωρίς

καταναγκασμό.

Τέλος, ως συνταγματολόγος που πιστεύει στη δουλειά του, νομίζω ότι η γραμμή

των ίσων αποστάσεων παραβλέπει το αυτονόητο: ότι, δηλαδή, όσο και αν έχουν

χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για αθέμιτες επιδιώξεις, όσο και αν κάποιοι τα έχουν

εκμεταλλευτεί, τα δικαιώματα του ανθρώπου, το κράτος δικαίου και η δημοκρατία

δεν είναι πρόσχημα. Αποτελούν θεμελιώδεις αξίες του πολιτισμού μας. Ως

τέτοιες, δεν είναι διαπραγματεύσιμες. Και όταν απειλούνται, χρειάζεται κάποιοι

να συνεγείρονται για να τις προασπίσουν.

Τελειώνοντας, ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης έναν προσωπικότερο τόνο. Ανήκω σε

μια γενιά που τα νιάτα της σημαδεύτηκαν από την αμερικανική επιβολή. Διατηρώ

ακόμη ζωντανή στη μνήμη μου τη θλιβερή φιγούρα του αντιπροέδρου των ΗΠΑ ­ του

Ελληνοαμερικανού, σημειωτέον, Σπύρου Άγκνιου ­ να εκθειάζει από την ιδιαίτερη

πατρίδα του, τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας, Παπαδόπουλο και Παττακό για τη

συνεισφορά τους στον δυτικό πολιτισμό. Ωστόσο, η δικαιολογημένη καχυποψία

απέναντι στις προθέσεις της υπερδύναμης δεν θα πρέπει να θολώνει την κρίση,

δεν πρέπει να καταργεί τη λογική.

Η χώρα μας, μαζί με την Ευρώπη, ασφαλώς και δεν θα πρέπει να ενδώσει στις

αμερικανικές πιέσεις για εν λευκώ εξουσιοδότηση. Ασφαλώς και θα πρέπει να

επιμείνει στο να τηρηθεί το αναγκαίο μέτρο, ώστε να μην είναι οι άμαχοι που θα

πληρώσουν για μιαν ακόμη φορά το τίμημα. Ασφαλώς και θα πρέπει να αρνηθεί να

καταπατήσει τα δικαιώματα των πολιτών της στο όνομα της μάχης κατά της

τρομοκρατίας.

Όμως, θα ήταν ηθικά αδιανόητο η Ελλάδα να επιδιώξει την όποια μέση οδό. Σ’

αυτήν τη μάχη, η θέση της βρίσκεται στο ίδιο στρατόπεδο με τους Αμερικανούς.

Ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.