Σε πρόσφατη δημοσκόπηση, το 75% των ερωτηθέντων εμφανίσθηκε ότι επιθυμεί

αλλαγή πολιτικής, ενώ μόνο το 7% ζήτησε αντικατάσταση του Κώστα Σημίτη. Αλλαγή

πολιτικής, αλλά προς ποια κατεύθυνση; Στο ερώτημα αυτό δεν δίνεται απάντηση.

Ούτε από την έρευνα της κοινής γνώμης ούτε και από όσους, κατά καιρούς, κάνουν

αόριστα λόγο για την ανάγκη «αλλαγής πολιτικής». Το ζητούμενο, φυσικά, είναι η

ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσωπο. Αυτό όμως δεν συνιστά καθεαυτό πολιτική. Είναι

το αποτέλεσμα μιας εφαρμοσμένης πολιτικής.

Η εκσυγχρονιστική πολιτική που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις Σημίτη οδήγησε στην

επιτυχία του μείζονος εθνικού στόχου της προηγούμενης δεκαετίας, που ήταν η

ένταξή μας στην ΟΝΕ. Θυμίζω την τιθάσευση του πληθωρισμού, τη διοικητική

μεταρρύθμιση με το σχέδιο «Καποδίστριας», τη μείωση του δημόσιου χρέους, τις

μετοχοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, τα μεγάλα δημόσια έργα, την τεχνολογική

επανάσταση στις εφαρμογές της πληροφορικής και των επικοινωνιών, τις αλλαγές

στο χώρο της Παιδείας, με την κατάργηση της επετηρίδας και των δεσμών και την

επαναφορά της αξιολόγησης. Σημειώνω, ακόμη, ότι η Ελλάδα υπήρξε η μόνη χώρα

που πέτυχε την ένταξή της στην ΟΝΕ ­ και συνακόλουθα τη σταθεροποίηση της

οικονομίας ­ με παράλληλη βελτίωση των δεικτών κοινωνικής πολιτικής.

Σε πολιτικό επίπεδο, η πολιτική αυτή συνήγειρε λαϊκές μάζες πολύ ευρύτερες από

την παραδοσιακή λαϊκή απήχηση του ΠΑΣΟΚ, με διαφορετική πολιτική προέλευση, οι

οποίες συστρατεύθηκαν για την επιτυχία της και συνέβαλαν στις αλλεπάλληλες

εκλογικές νίκες το 1996 και το 2000.

Η πολιτική όμως του εκσυγχρονισμού δεν είναι στατική, αλλά δυναμική.

Επιτυγχάνει όταν εκδηλώνει στην πράξη τις δυνατότητες ανατροφοδότησής της,

αναπροσαρμόζοντας, σύμφωνα με τις εξελίξεις, τις εφαρμοζόμενες επιμέρους

πολιτικές.

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια καθοριστική καμπή. Τα δύσκολα προβλήματα της τωρινής

συγκυρίας επιβάλλουν άμεση δράση και αποτελεσματικότητα. Χρειάζονται ρήξεις

και τομές, χωρίς δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις. Με αποφασιστικότητα και

συνεχή διάλογο με τις παραγωγικές δυνάμεις (εργαζόμενους, εργοδότες και

αυτοαπασχολούμενους) και ολόκληρη την κοινωνία, οφείλουμε να συνεχίσουμε τις

αλλαγές, που εγγυώνται την πρόοδο και τη βελτίωση του επιπέδου και της

ποιότητας ζωής. Αυτό είναι εφικτό με ένα νέο μείγμα πολιτικής, που οι νέες

συνθήκες επιβάλλουν. Διατηρώντας όλα τα θετικά στοιχεία της οκταετίας

1993-2000, είναι ανάγκη να λάβουμε μέτρα που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και θα

επιτρέψουν την παράλληλη εφαρμογή ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής. Πρέπει π.χ.

να εφαρμόσουμε και άλλες μεθόδους αποκρατικοποίησης, αφού η μετοχοποίηση

καθυστερεί, εξαιτίας της πορείας των χρηματιστηρίων, όπως το δικό μας. Πρέπει

να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης στις παράλληλες βάσεις

της τριμερούς χρηματοδότησης και της κεφαλαιοποίησης. Η ορθή ένταξη των ΤΕΙ

στην ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να ολοκληρωθεί με την αξιολόγηση Πανεπιστημίου

και ΤΕΙ και την ευρύτερη αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Συμπερασματικά, η πορεία μέσα στην ΟΝΕ και η επιδίωξη της πραγματικής

σύγκλισης με τους εταίρους μας σε όλους τους τομείς απαιτεί τη συνεχή και

αδιαπραγμάτευτη προώθηση του εκσυγχρονισμού, με τη μορφή που επιβάλλουν οι

σημερινές συνθήκες. Η ουσία του εκσυγχρονισμού ήταν και είναι πάντα η

πραγματοποίηση των αλλαγών που απαιτεί εκάστοτε η πρόοδος. Κατά συνέπεια, ο

εκσυγχρονισμός δεν είναι απλό επικοινωνιακό σύνθημα ή ιδεολόγημα. Είναι

εξελισσόμενο πλαίσιο πολιτικής με δυναμικό χαρακτήρα και προοπτική. Τυχόν

επιστροφή σε πολιτικές της δεκαετίας του ’80, την οποία προβάλλουν οι δυνάμεις

του σύγχρονου κοινωνικού συντηρητισμού, ­ που είναι πολύμορφος και ποικίλης

πολιτικής ένταξης ­ θα οδηγούσε τον τόπο σε αρνητικές εξελίξεις και το ΠΑΣΟΚ

σε βέβαιη ήττα. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών του Κέντρου και της Αριστεράς

ζητεί ρήξεις και τομές, με όραμα και κοινωνική ευαισθησία. Η προοπτική αυτή

χρειάζεται τον εκσυγχρονισμό όχι ως τεχνοκρατική διαδικασία, αλλά ως βαθύτατα

πολιτική και κοινωνική διεργασία, που χρησιμοποιεί την αγορά για να προωθεί

την ανάπτυξη, τον πολιτισμό και την κοινωνική αλληλεγγύη και δικαιοσύνη.

Ο σαφής προσδιορισμός της επιλογής αυτής ως της ακολουθητέας πολιτικής από το

ΠΑΣΟΚ είναι το μεγάλο ζητούμενο από το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Πέρα από

αντιπαραθέσεις ομάδων και στρατηγικής προσώπων, το όλο ΠΑΣΟΚ πρέπει να

στηρίξει τον αγώνα του λαού μας συστρατευόμενο στο νέο κύμα εκσυγχρονισμού. Το

όραμα αυτό του Κώστα Σημίτη είναι η μόνη εγγύηση θετικής πορείας.

Ο Β. Κοντογιαννόπουλος είναι βουλευτής, τ. υπουργός.