Έγινε κάτι στην Επίδαυρο προχθές, Παρασκευή, που έβγαινε από τα καθιερωμένα. Ο

σκηνοθέτης Γιάννης Κόκκος, διάσημος εδώ και μερικές δεκαετίες στο εξωτερικό,

για πρώτη φορά σκηνοθετούσε στον τόπο του.

Ως δισέγγονος του Δημητρίου Κόκκου ­ του σατιρικού ποιητή που δολοφονήθηκε έξω

από το θέατρο από έναν παρεξηγημένο στρατιωτικό ­ είχε τη χαρά, στον τόπο που

γέννησε την αρχαία τραγωδία και τον ίδιο, να μας δώσει μια τρεισήμισι ωρών

Ορέστεια, απόλυτα απλή, περιεκτική και ευαίσθητη.

Για τρεισήμισι ώρες χωρίς διάλειμμα, το κοινό έμεινε καρφωμένο στη θέση του,

παρακολουθώντας την τριλογία, έξυπνα συντετμημένη από τον μεταφραστή (Δημήτρη

Δημητριάδη) και τον ίδιο τον σκηνοθέτη, και πολύ εύηχα και διακριτικά

τονισμένη από τον μόνιμο συνεργάτη του Κόκκου, και διάδοχο του Ξενάκη στην

Ευρώπη, συνθέτη Γιώργο Απέργη.

Ο Κόκκος, ζώντας στα διεθνή κέντρα του μοντερνισμού, απέφυγε οποιονδήποτε

μοντερνισμό, με την καλή ή κακή έννοια του όρου, στη σκηνοθεσία του. Στάθηκε

προσκολλημένος στον λόγο και η αληθινά έξοχη μετάφραση του Δημητριάδη (η

καλύτερη που έτυχε ν’ ακούσω μετά τις μεταφράσεις του Γιώργου Χειμωνά) έκανε

προσπελάσιμο το κείμενο στον κάθε έναν που είχε αυτιά για ν’ ακούει και μάτια

για να βλέπει.

Έχοντας δει την τελευταία εικοσαετία όλες σχεδόν τις παραστάσεις του Κόκκου

στο εξωτερικό, είχα γράψει κάποτε, σ’ αυτήν εδώ τη στήλη, για τη σημασία των

δέντρων στις σκηνογραφίες του.

Και στην παράσταση της Επιδαύρου, το δέντρο του Κόκκου δεν έλειπε. (Δεν

μπορούσε να λείπει η υπογραφή του σκηνοθέτη). Ήταν μια απλή ελιά που έβγαινε

πάνω από το απέριττο σκηνικό κι έμοιαζε μέρος του φυσικού τοπίου με τα πεύκα

ολόγυρα.

Οι περισσότεροι καλοπροαίρετοι θεατές που ξεκίνησαν από το κλεινόν άστυ και τα

περίχωρα για να παρακολουθήσουν την παράσταση έμειναν με το ανικανοποίητο του

γεγονότος ότι, βλέποντας το έργο ενός σκηνοθέτη που διαπρέπει (όπως διάβασαν

στις εφημερίδες) στο εξωτερικό, δεν βρήκαν την «επανάσταση» στην όλη σύλληψη,

το μοντέρνο, με δύο λόγια. Αλλά βρήκαν μια κλασική σχεδόν παράσταση, με

ελάχιστες αλλά σοφά ενσωματωμένες καινοτομίες. Και λέγαν μέσα τους ή ρωτούσαν

στην έξοδο: «Μα πού είναι το καινούργιο; Πού είναι η πρωτοτυπία;».

Το καινούργιο ήταν ακριβώς αυτή η επιστροφή στο παλιό, αποκαθαρμένο από τη

ρητορεία και τον στόμφο. Η πρωτοτυπία ήταν όλη η προσπάθεια του σκηνοθέτη

(άριστα υπηρετούμενη από όλους τους ηθοποιούς, που ο ένας ήταν καλύτερος από

τον άλλον, με κορυφαίο τον γυναικείο χορό) να ακουστεί το κείμενο. Να γίνει

κατανοητό το κείμενο. Και να λειτουργήσει η παιδευτική του σημασία στο κοινό,

όπως και στα αρχαία τα χρόνια.

Η λεπτότητα που δεν κραυγάζει, η πρωτοτυπία που δεν δηλώνεται, η επιστροφή

στην ουσία, που τείνει να ξεχαστεί συνήθως σε απόπειρες μεταμοντερνιστικές,

βρήκαν απροετοίμαστο ένα μέρος του κοινού που, καθοδηγημένο από εσφαλμένες

συχνά πληροφορίες σε ό,τι αφορά τα «νέα ρεύματα» στα μεγάλα καλλιτεχνικά

κέντρα της Δύσης, περιμένει από κάποιον που ζει και διαπρέπει σε αυτά, να

είναι πιο «τολμηρός», πιο «ανατρεπτικός», μη γνωρίζοντας πως η μεγάλη πλέον

ανατροπή στις τέχνες είναι η επιστροφή στη ρίζα απ’ όπου όλα ξεκίνησαν.

Οι παρεμβάσεις του σκηνοθέτη ήταν τόσο λεπτές που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες.

Πρέπει να είναι κανείς εξοικειωμένος με τη μεγάλη αληθινά τέχνη που είναι η

μεγάλη απλότητα. Κι όσες φορές θέλησε να τονίσει κάτι περισσότερο, το έκανε

τόσο διακριτικά που ήταν απόλυτα πετυχημένο.

Όπως το γυμνό βυζί της μάνας Κλυταιμνήστρας στις Χοηφόρες, ή την παρουσία της

Παλλάδας Αθηνάς (στις Ευμενίδες) σαν σύγχρονης γυναίκας του τύπου της κυρίας

Γιάννας Αγγελοπούλου δηλαδή ή του Λοξία Απόλλωνα, που το παρουσιαστικό και το

ντύσιμό θύμιζαν τον ίδιο τον Ζαν Κοκτώ. Ή ακόμα, στο πρώτο μέρος, του Αίγισθου

που ηθελημένα είχε κάτι απ’ τον αέρα με την ένρινη φωνή του και τις κινήσεις

του του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου.

Κι εκείνο που μου άρεσε στην πράγματι υπέροχη μετάφραση του Δημητριάδη ­ όπου

η λέξη «πάρσιμο» της Τροίας είχε γίνει άλωση ­ ήταν η ενσωμάτωση μερικών

στίχων του αρχαίου κειμένου που περνούσαν εντελώς αβίαστα μέσα από νέα

ελληνικά, υποδηλώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη συνέχεια του χώρου και του

χρόνου.

Ένα μεγάλο εύγε αξίζει και στη Διοίκηση του Εθνικού και πιο συγκεκριμένα στον

διευθυντή του Νίκο Κούρκουλο που με τη δική του επιμονή επέστρεψε κι ένα απ’

τα καμάρια του τόπου μας στο εξωτερικό, ο Γιάννης Κόκκος, στη χώρα του, για

πρώτη φορά, με ελληνική παραγωγή.