Παρότι η ειδησεογραφία των τελευταίων εβδομάδων φαίνεται να πείθει για το

αντίθετο, η πρόσφατη δημοσίευση από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ

«Αναλογιστικής μελέτης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα»

προσφέρει μοναδική ευκαιρία για την κατανόηση τού τι ακριβώς διακυβεύεται στην

υπόθεση της μεταρρύθμισης των συντάξεων. Εάν αυτό πράγματι συμβεί, θα είναι

αληθινή καινοτομία: για πρώτη φορά στη μακρόχρονη ιστορία του ζητήματος ­ και

με καθυστέρηση τεσσάρων τουλάχιστον ετών από τη δημοσίευση της Έκθεσης Σπράου

­ θα διαπιστωθεί ουσιαστική σύμπτωση απόψεων για το μέγεθος του προβλήματος εκ

μέρους όλων των πλευρών. Το ότι κάτι τέτοιο θα έθετε σε υγιείς βάσεις τη

συζήτηση, είναι μάλλον αυτονόητο: όσο αυτονόητο είναι ότι το πολιτικό κλίμα

σήμερα θα ήταν λιγότερο δηλητηριασμένο, εάν η επιδίωξη της σύμπτωσης για το

πρόβλημα είχε προηγηθεί των κυβερνητικών προτάσεων για την επίλυσή του, αντί

να τις ακολουθήσει.

Αλλά ας γυρίσουμε στο θέμα μας. Η μελέτη του ΙΝΕ παορυσιάστηκε (από σύσσωμη

την ηγεσία της ΓΣΕΕ) ως ανασκευή των εκτιμήσεων της αντίστοιχης έκθεσης των

Βρετανών αναλογιστών και ως τεκμηρίωση της κρίσιμης διεκδίκησης των συνδικάτων

για μεγάλη αύξηση της κρατικής συμμετοχής στη δαπάνη συντάξεων. Η

επικοινωνιακή πλευρά του πράγματος δεν διέφυγε της προσοχής κανενός: σε έναν

ακόμη σημειολογικό «ρούμπο» της συνδικαλιστικής ηγεσίας, η παρουσίαση της

έκδοσης έβαλε άλλη μια πινελιά στο πορτρέτο της ΓΣΕΕ ως συνδικάτου που (με

όρους αθλητικού ρεπορτάζ) «παίζει σκληρά, αλλά όχι αντιαθλητικά», που δηλαδή

εκτός από το να διαδηλώνει, γνωρίζει και γράμματα.

Το πρόβλημα είναι ότι αντί να έχουμε μία μόνο μελέτη (για την εκπόνηση της

οποίας να συνεργάστηκαν όλες οι πλευρές, έτσι ώστε τώρα η βασιμότητα των

εκτιμήσεών της να αναγνωρίζεται από όλους), έχουμε δύο ­ και δεν έχουμε ακόμη

τελειώσει (η ΑΔΕΔΥ δεν θα καταθέσει αναλογιστική μελέτη;). Κατά συνέπεια, εάν

θέλουμε να αποφύγουμε έναν ακόμη διάλογο κουφών, οι δύο μελέτες θα πρέπει

κάπως να «μεταφραστούν», όχι μόνο για να μπορεί ο καλλιεργημένος αλλά μη

ειδήμων πολίτης να παρακολουθήσει το θέμα, αλλά και για να αποσαφηνιστούν τα

σημεία που συμφωνούν και διαφωνούν μεταξύ τους. Το ότι η ανάγκη αυτή έχει

διαπιστωθεί από παρατηρητές που πρόσκεινται και στις δύο πλευρές είναι ένα

ακόμη δείγμα ότι η λογική αρχίζει δειλά δειλά να κάνει την εμφάνισή της.

Ο έλεγχος της συγκρισιμότητας μεταξύ των δύο αναλογιστικών μελετών δεν είναι

απλή υπόθεση: πρόκειται για δουλειά επαρκώς περίπλοκη, ώστε να κρατά

απασχολημένα για αρκετό καιρό τα μέλη τής υπό συγκρότηση «μεικτής επιτροπής

εμπειρογνώμων». Εν τω μεταξύ, μπορούμε να προεξοφλήσουμε ορισμένα κρίσιμα

σημεία.

1. Η έκθεση των Βρετανών θεωρεί εξαρχής το σύστημα μη βιώσιμο και

εξετάζει λύσεις που αφορούν είτε «παραμετρικές» αλλαγές των όρων

συνταξιοδότησης (π.χ. ποσοστό αναπλήρωσης, όρια ηλικίας) είτε «ριζικές»

αλλαγές (σύνταξη ανάλογη των διά βίου εισφορών, μερική κεφαλαιοποίηση κ.τ.λ.).

Η μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ προβάλλει στο μέλλον τις τάσεις εξέλιξης του συστήματος

όπως είναι σήμερα και εκτιμά το ύψος της κρατικής δαπάνης που απαιτείται ώστε

να καλυφθούν τα ελλείμματά του. Με αυτήν τη «λογιστική» προσέγγιση επιχειρεί

να μεταθέσει τη συζήτηση από τις μεγάλες ανισότητες μεταξύ γενεών και μεταξύ

ταμείων στο ποσό της κρατικής συμμετοχής. Δυστυχώς, η μεταφορά των ελλειμμάτων

των ταμείων στα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού δεν λύνει το πρόβλημα,

αλλά απλώς το μεταμφιέζει.

2. Η μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ αναφέρεται σε μέρος μόνο του συστήματος

συντάξεων, όχι στο σύνολο. Η εξαίρεση του ΟΓΑ και του Δημοσίου (του ΝΑΤ, όμως,

λιγότερο) έχει κάποια λογική: η ΓΣΕΕ δεν εκπροσωπεί ούτε αγρότες ούτε

δημοσίους υπαλλήλους. Όμως η κοινή γνώμη πρέπει να τεθεί αντιμέτωπη με το

σύνολο του προβλήματος, ώστε η δημόσια συζήτηση να καταλήξει σε λύσεις κοινής

εφαρμογής. Άρα, το θέμα απαιτεί ενιαία εξέταση.

3. Το εν λόγω «στρατήγημα» επιτρέπει στη ΓΣΕΕ να υπολογίζει σε μόνο 2%

το ποσοστό της κρατικής συμμετοχής στο σύνολο της δαπάνης για συντάξεις. Όπως

δείχνει μια προσεκτική ματιά στα ψιλά γράμματα, το νούμερο αυτό δεν

συμπεριλαμβάνει την κάλυψη των ελλειμμάτων ούτε τα έσοδα από «κοινωνικούς

πόρους» υπέρ κάποιων ταμείων. Αυτά ανεβάζουν σε 30% το μερίδιο του κράτους στη

χρηματοδότηση και έτσι θέτουν το ερώτημα όχι τόσο του ύψους της, αλλά και της

κατανομής της μεταξύ ταμείων. Το ότι η κρατική δαπάνη σήμερα κατανέμεται

επιλεκτικά, αδιαφανώς και άνισα είναι κομβικό σημείο, ακόμη και εάν η ΓΣΕΕ

προτιμά να μην το συζητήσει.

4. Παρότι το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ δίνει (ορθώς) μεγάλη έμφαση στο πρόβλημα της

εκτεταμένης εισφοροδιαφυγής, οι προβολές του για το μέλλον υποθέτουν 100%

«εισπραξιμότητα εισφορών». Η υπόθεση μηδενικής εισφοροδιαφυγής είναι συνεπής

με τον ισχυρισμό ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα (και τυχόν «επαχθή» μέτρα

λιγότερο αναγκαία) αν το πρόβλημα δεν υπήρχε. Όμως ο συλλογισμός πάσχει.

Αφενός εισφοροδιαφυγή υπάρχει, άρα καλά θα κάνουμε να τη λάβουμε υπόψη μας.

Αφετέρου, για να είναι αποτελεσματική η πάταξή της, χρειάζεται όχι μόνο τήρηση

των νόμων, αλλά αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης ώστε να πάψει να

«συμφέρει» τόσο πολλούς ασφαλισμένους που σήμερα αρκούνται στα ένσημα της

κατώτατης σύνταξης.

5. Η επόμενη πηγή φαινομενικής απόκλισης των δύο μελετών είναι πιο

απρόσμενη: ενώ η έκθεση των Βρετανών αναλογιστών υποθέτει ότι οι συντάξεις θα

αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 1% σε πραγματικές τιμές, η μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

δείχνει λιγότερο γενναιόδωρη, αφού υποθέτει αυξήσεις συντάξεων απλώς ίσες με

τον πληθωρισμό.

6. Τέλος, υπάρχει το θέμα της μετανάστευσης: Η έκθεση των Βρετανών

αναλογιστών χρησιμοποιεί τα (σαφώς υποτιμημένα) επίσημα στοιχεία για την

καταγεγραμμένη συμμετοχή των μεταναστών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, και

αυτά προβάλλει στο μέλλον. Η μελέτη της ΓΣΕΕ υποθέτει 500.000 αδήλωτους

μετανάστες, που στο πιο αισιόδοξο από τα τρία υποδείγματα απορροφώνται

σταδικά, όπως άλλωστε προβλέπεται (σε όλα τα σενάρια) και για τους 500.000

ανασφάλιστους Έλληνες.

Από εκεί και πέρα οι δύο μελέτες εξετάζουν διάφορα σενάρια, απ’ όπου

συμπεραίνεται ότι η πιο «ευνοϊκή» δημογραφική εξέλιξη (δηλαδή αυτή που

περιορίζει περισσότερο τα μελλοντικά ελλείμματα) είναι η αύξηση της

γονιμότητας και η μείωση της διάρκειας ζωής. Αυτό το ελαφρώς μακάβριο εύρημα

περιέχει μια χρήσιμη υπενθύμιση: ότι δηλαδή το «δημογραφικό» δεν είναι κατάρα,

αλλά ευλογία ­ και εάν θέλουμε να το «λύσουμε» θα πρέπει να γυρίσουμε στη

δεκαετία του ’50, τότε που κάναμε ένα σωρό παιδιά και πεθαίναμε νωρίς. Άλλο

είναι το θέμα: ακριβώς για να μη μετατραπεί σε πρόβλημα, το συνταξιοδοτικό

σύστημα θα πρέπει να παρακολουθεί τις δημογραφικές εξελίξεις και να

προσαρμόζεται σε αυτές.

Υπ’ αυτήν την έννοια, η πιο ενδιαφέρουσα (και πολιτικά φορτισμένη) «παραλλαγή»

στις υποθέσεις που ενσωματώνουν τα αναλογιστικά υποδείγματα αφορά την

απασχόληση. Η έκθεση των Βρετανών δοκιμάζει διάφορα ποσοστά προτού οδηγηθεί

στο συμπέρασμα ότι η αύξηση της απασχόλησης θα αυξήσει τα ελλείμματα του

συστήματος συντάξεων σε δισ. δραχμές, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ θα τα μειώσει

λίγο (αυξημένη απασχόληση ίσον υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης). Η μελέτη του

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ εκτιμά σε 176,74% του ΑΕΠ το αναλογιστικό έλλειμμα που αντιστοιχεί σε

ποσοστό απασχόλησης 62% (ταμεία εκτός ΝΑΤ, ΟΓΑ, Δημοσίου, «τεχνικό επιτόκιο»

3%, σύνταξη 80% του μισθού, χωρίς συμμετοχή του κράτους). Με αύξηση της

απασχόλησης κατά 20 ολόκληρες μονάδες (82%), το έλλειμμα αυξάνεται σε 177%,

επαληθεύοντας την εκτίμηση των Βρετανών αναλογιστών. Εναλλακτικές παραδοχές

για τις άλλες παραμέτρους δίνουν διαφορετικά νούμερα, όμως σε όλα τα σενάρια η

αύξηση της απασχόλησης έχει αμελητέα επίδραση στα ελλείμματα του συστήματος

συντάξεων.

Συμπέρασμα: οι δύο μελέτες μοιάζουν πολύ περισσότερο από όσο δείχνουν εκ

πρώτης όψεως. Η αύξηση της απασχόλησης (κύριος στόχος δημόσιας πολιτικής, και

δικαίως) δεν θα λύσει το πρόβλημα των συντάξεων: σε ένα σύστημα που παράγει

ελλείμματα, η αύξηση των ασφαλισμένων σήμερα συνεπάγεται αύξηση των

ελλειμμάτων αύριο. Αλλά και η αύξηση της μετανάστευσης είναι ατελέσφορη ως

λύση του Ασφαλιστικού (εκτός αν πάρουμε τις εισφορές των μεταναστών για να

τους αρνηθούμε μετά τη σύνταξη που θα δικαιούνται). Η αύξηση της κρατικής

χρηματοδότησης είναι «λύση» λογιστική: είτε λέγεται έλλειμμα ταμείων είτε

έλλειμμα προϋπολογισμού, πάλι εμείς ως κοινωνία θα πρέπει να πληρώσουμε τον

λογαριασμό. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν εξωγενείς λύσεις που να μας επιτρέπουν

να συνεχίσουμε να πορευόμαστε όπως σήμερα. Η μεταρρύθμιση (δηλαδή η

αποκατάσταση της εσωτερικής ισορροπίας του συστήματος) μπορεί να είναι

δυσάρεστη για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών ελίτ της χώρας, παραμένει όμως

αναγκαία. Και σε αυτό (ασχέτως τού εάν το ομολογούν ή όχι) δείχνουν πλέον να

συμπίπτουν οι μελέτες και των δύο πλευρών.

Ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του

Πανεπιστημίου Κρήτης.