Οι ευχές της σε παιδιά και εγγόνια σκορπισμένες σε μικρά σημειώματα, εδώ κι

εκεί, με τα ωραία της γράμματα και την άψογη ορθογραφία. Υπογραμμισμένη η

φράση «μη μου φορέσετε μαύρα». Πόσο αγαπούσε τη ζωή… Ρουφούσε ως την

τελευταία στιγμή τα καινούργια, προχωρούσε μαθαίνοντας και ξαφνιάζοντάς μας.

Γεννημένη αντάρτισσα και κοσμοπολίτισσα συνάμα, περίεργο κράμα παλιάς

αρσακειάδας που όμως μπορούσε να κάνει παρέα με όλους και να δίνει αξία στα

μικρά και ταπεινά. Ήταν, την ίδια ώρα, «η κυρία Βάσω» και «η κυρά – γιατρίνα»,

«το Βασάκι» και «η δημαρχίνα». Η δική μου ρήγισσα. Που έπιανε από τα χέρια τις

αναποδιές και τις πίκρες και τις γύριζε σβούρα, τις τύλιγε στην αόρατη ρόκα

της και έγνεθε τον καιρό, τις μέρες και τις νύχτες όλων μας. Στην αυλή του

πατρικού οι γλάστρες με τα τεράστια κοράλλια έζησαν χάρη σ’ αυτήν, όπως και τα

γεράνια στις αλτάνες, όπου, σαν παιδί, ήθελε πάντα να έχει καρφωμένο έναν

μικρό «ανεμόμυλο», από αυτούς που πουλούν στα πανηγύρια. Δεν ξέρω τον

συμβολισμό που είχε γι’ αυτήν. Μόνο να υποψιάζομαι μπορώ πώς ήταν τα παιδικά

της χρόνια και τα παιδικά χρόνια των παιδιών και των εγγονιών της, αυτή η ίδια

σήμερα, που χαιρόταν μ’ ένα αεράκι κι έκανε φίλους όλους τους φίλους μας,

αυτόνομα, ανεξάρτητα, με αισθήματα ειλικρινή και έγνοια. Να ένα χάρισμα

ζηλευτό, να κάνει φίλους ως τα στερνά, ακόμη και τα φιλαράκια των εγγονιών

της, που τα φίλευε κουλούρια και γλυκό κουταλιού στη βεράντα της. Αναστάσιμοι

ψαλμοί στο ξόδι της, μέρες που διάλεξε να φύγει. Σαν ύστατο δοξαστικό στη ζωή.

Για τη μία, τη δική μου ρήγισσα.