Το κοινωνικό κράτος αποτελεί σήμερα αντικείμενο ιδιαίτερου προβληματισμού και

υφίσταται διάφορες πιέσεις, είτε προς την κατεύθυνση της πλήρους καταργήσεώς

του (ακραία φιλελεύθερη άποψη) είτε προς την κατεύθυνση να παραμείνει και να

λειτουργεί όπως έχει, γεγονός όμως που με τα σημερινά δεδομένα είναι σχεδόν

τελείως αδύνατο.

Οι πιέσεις που υφίσταται σήμερα το κοινωνικό κράτος προέρχονται από διάφορες

αιτίες: πολιτικές, δημογραφικές, οικονομικές κοινωνικές…

Οι πολιτικές αιτίες κατ’ αρχήν συνίστανται στο γεγονός ότι πολλές κοινωνικές

ομάδες, από εκείνες που καρπούνται σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό των ωφελειών

του κοινωνικού κράτους, δεν αποτελούν πλέον τις αδύναμες τάξεις του συνολικού

οικοδομήματος, αλλά βρίσκονται στην καρδιά του πολιτικού συστήματος, το οποίο

και το ελέγχουν σε σημαντικό βαθμό. Οι πιέσεις αυτές στοχεύουν κυρίως στη

διατήρηση του κοινωνικού κράτους χωρίς μεταβολές.

Από την άλλη πλευρά όμως υπάρχουν οι δημογραφικές αιτίες που υπερτονίζουν σε

κάθε στιγμή την ανάγκη αλλαγών του υφιστάμενου «κράτους πρόνοιας», ενώ

ποικίλες κοινωνικές αλλαγές επιβάλλουν τη μεταρρύθμισή του. Το κοινωνικό

κράτος όμως υφίσταται επιθέσεις και από τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, η οποία

σήμερα ανέτρεψε ριζικά το πολιτικό, το οικονομικό και κοινωνικό σκηνικό των

εθνικών κρατών, με άμεσες επιπτώσεις και στη λειτουργία του παραδοσιακού

κοινωνικού κράτους.

Πολλοί υποστηρίζουν, ότι μια πιθανή κατάργηση του κοινωνικού κράτους θα

κοστίσει περισσότερο από τη σημερινή λειτουργία του. Γιατί η Πολιτεία θα είναι

υποχρεωμένη στην περίπτωση αυτή να καλύψει το κόστος μιας σειράς κοινωνικών

δυσπλασιών, όπως είναι η αστική και ρατσιστική βία, η παιδική εγκληματικότητα,

η χρήση ναρκωτικών, η αυξανόμενη αστυνόμευση, η λειτουργία των δικαστηρίων και

των φυλακών, η συντήρηση δημοσίων χώρων, σχολείων, σταθμών συγκοινωνίας,

φυλακών, η νοσοκομειακή περίθαλψη της οφειλόμενης σε ατυχήματα και βία κ.λπ.

Άλλωστε δεν είναι δυνατόν να καταργήσουμε έναν βασικό θεσμό, που δοκιμάστηκε

για πολλές δεκαετίες με επιτυχημένα αποτελέσματα, εξαιτίας λίγων ή πολλών

αδυναμιών που η σημερινή συγκυρία δημιουργεί.

Εκείνο που χρειάζεται συνεπώς το σημερινό κράτος είναι η ριζική του

μεταρρύθμιση. Ιδιαίτερα σήμερα, που καλείται επιπρόσθετα ν’ αντιμετωπίσει

οξύτατα κοινωνικά προβλήματα, όπως είναι η μαζική ανεργία, η φτώχεια και η

ικανοποίηση του αιτήματος για ασφαλιστική και προνοιακή κάλυψη.

Η ριζική όμως και η εκ βάθρων μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, πρέπει να

βασίζεται σε ορισμένες αρχές και άξονες.

Και πρώτα πρώτα το σύγχρονο κράτος θα πρέπει με γενναία μέτρα ν’ απαλλαγεί από

τα πάσης φύσεως άχρηστα γραφειοκρατικά βάρη και τις δαπάνες της υπέρογκης

διοίκησής του. Η ορθολογικοποίηση και η περιστολή αυτών των εξόδων μπορεί να

επιτευχθεί και με τη δημιουργία ενός οργάνου παρακολούθησης των δημοσίων

δαπανών, που θα έχει όμως τη δύναμη να ελέγχει και να περικόπτει τις άχρηστες

δαπάνες.

Δεύτερον, η σωστή λειτουργία και η επιβίωση του κοινωνικού κράτους είναι

συνυφασμένη επίσης και με τη δυνατότητά του να ανθίσταται στις πιέσεις και τις

εξαρτήσεις από ψηφοφόρους και από απαιτητικές συντεχνίες, που προσδοκούν να

περιχαρακώσουν αποκλειστικά και μόνο τα δικά τους συμφέροντα και δεν

αποσκοπούν στην ικανοποίηση των ευρύτερων κοινωνικών αναγκών. Για την Ελλάδα,

αυτό συνεπάγεται μια σειρά αλλαγών που πρέπει να γίνουν στο θεσμικό πεδίο.

Δυστυχώς, πολλές ευκαιρίες για εξυγιαντικές θεσμικές μεταβολές έχουν χαθεί τον

τελευταίο καιρό, ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα με την ανεπιτυχή συνταγματική

αναθεώρηση.

Το πρόβλημα ωστόσο του κοινωνικού κράτους θα πρέπει να επανεξεταστεί συνολικά,

ώστε να εντοπισθούν και να στηριχθούν οι πραγματικά αδύναμες κοινωνικές ομάδες

και όχι οι «κατέχοντες» ή οι κραταιές μεσαίες τάξεις, που συχνά σήμερα

καρπούνται την κοινωνική ωφέλεια του κράτους πρόνοιας.

Ο τρίτος άξονας των αλλαγών που πρέπει να γίνουν είναι να εγκαταλειφθεί η αρχή

των γενικευμένων δωρεάν παροχών. Ο κάθε πολίτης πρέπει να συμβάλλει στο σύνολο

των κοινωνικών υπηρεσιών, ανάλογα με τις δυνατότητες και το εισόδημά του.

Μια βασική εξάλλου αφετηρία αλλαγών πρέπει ν’ αποτελεί και ο επακριβής

προσδιορισμός του ρόλου του κράτους απέναντι στους ασφαλιστικούς φορείς και

στα διάφορα προνοιακά ταμεία. Γιατί παρατηρείται συχνά το φαινόμενο (και στη

χώρα μας ιδιαίτερα) ορισμένες κυβερνήσεις με το πρόσχημα ασκήσεως κάποιας

δήθεν «κοινωνικής» πολιτικής, να χρησιμοποιούν (στην πραγματικότητα να

σφετερίζονται) τα χρήματα των ασφαλισμένων για λόγους κομματικής πολιτικής, με

αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των ασφαλιστικών ταμείων και τελικά του ίδιου του

κράτους πρόνοιας.

Μέτρα ακόμη θα μπορούσαν να ληφθούν και προς την κατεύθυνση της εξασφάλισης

ενός ελάχιστου εισοδήματος στους πολίτες, ώστε να παρέχεται σ’ όλους ένα

minimum αξιοπρεπούς ζωής. Η ενοποίηση επίσης των συντάξεων και των κατωτέρων

μισθών θα μπορούσε να καλύψει ένα μέρος του προβλήματος της φτώχειας που

σήμερα ταλαιπωρεί τους πολίτες των σύγχρονων κοινωνιών.

Πέραν όμως των παραπάνω κλασικών συνταγών για την επιβίωση του κοινωνικού

κράτους υπάρχουν και άλλες πιο ριζοσπαστικές διέξοδοι στήριξής του, όπως π.χ.

εκείνη της αναθέσεως ενός μέρους του κοινωνικού έργου σε εξωτερικούς

παράγοντες που θα συγκροτούν έναν αυτόνομο, έναν τρίτο κοινωνικό τομέα, εκτός

του ιδιωτικού και δημοσίου. Αυτό βέβαια προϋποθέτει σωρευτικά τη συνδρομή και

τη λειτουργία δύο παραγόντων: πρώτον, έχει ανάγκη από την ύπαρξη μιας

κοινωνίας πολιτών και δεύτερον, έχει ανάγκη από κοινωνικές οργανώσεις που θα

λειτουργούν στη βάση της εθελοντικής εργασίας.

Ο Σωτήρης Χατζηγάκης είναι βουλευτής της Ν.Δ. και πρώην υπουργός.