Η «κρίση των κομμάτων», επιβεβαιωμένη από χιλιάδες ενδείξεις και αναλύσεις,

ανήκει στον τομέα του «αυτονόητου». Και η πιο αυτονόητη εκδήλωση της κρίσης

είναι η μείωση του αριθμού των μελών, καθώς και η αδράνεια των κομματικών

οργανώσεων.

Ωστόσο, το κριτήριο του αριθμού μελών ­ αλλά και το κριτήριο του βαθμού

ενεργοποίησής τους ­ διαμορφώθηκε από την εμπειρία του παρελθόντος, όταν τα

κόμματα επιτελούσαν άλλες λειτουργίες από τις σημερινές. Είναι, όμως, δίκαιο

να αξιολογείται με κριτήρια του παρελθόντος το παρόν των πολιτικών κομμάτων; Η

απάντηση είναι όχι.

Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, τα κόμματα να παραμείνουν χώροι

κοινωνικότητας, συντροφικότητας και «διασκέδασης» (τι άλλο ήταν άραγε οι

σοσιαλδημοκρατικές ταβέρνες στη Γερμανία, οι εργατικές pubs στην Αγγλία, οι

γιορτές στα «σπίτια του λαού» στη Σουηδία ή τα φεστιβάλ νεολαιών στην Ελλάδα

της μεταπολίτευσης) σε κοινωνίες που κυριαρχεί ο ατομικισμός και έχει

αναπτυχθεί μια πρωτοφανής σε μέγεθος βιομηχανία διασκέδασης που δεν υπήρξε

ποτέ στο παρελθόν. Δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε τη συντήρηση των παλαιών

«σχολών στελεχών», των παλαιών «βιβλιοθηκών του λαού» ή των κομματικών

εφημερίδων σε μια εποχή που υπάρχει έκρηξη εκπαιδευτικής προσφοράς και η

πληροφόρηση διαχέεται από εκατοντάδες μέσα ενημέρωσης εθνικής και παγκόσμιας

εμβέλειας. Δεν είναι, επίσης, δυνατόν να περιμένουμε από τα κόμματα τη

συντήρηση των παλαιών δικτύων αλληλοβοήθειας (που προϋποθέτουν πολλά μέλη και

έλκουν πολλά μέλη) σε κοινωνίες που έχει θεσμοποιηθεί ­ ακριβώς λόγω της

δράσης των κομμάτων ­ ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας. Ούτε είναι δυνατόν τα

κόμματα να μην προσαρμόσουν το οργανωτικό και επικοινωνιακό τους προφίλ στο

νέο τεχνολογικό τοπίο (κυριαρχία τηλεόρασης) ή να αγνοήσουν αυτή την

αναμφίβολα ατελή (και συχνά επικίνδυνη) μέθοδο επικοινωνίας των «άνω» με τους

«κάτω» που είναι οι δημοσκοπήσεις. Αν δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε όλα τα

παραπάνω, τότε δεν είναι ­ επίσης ­ δυνατόν να περιμένουμε από τα κόμματα να

είναι σε θέση να συντηρούν ένα πυκνό οργανωτικό δίκτυο ενεργών μελών

(αντίστοιχο εκείνου του «παλαιού καιρού») ως εάν όλα τα προηγούμενα να αφορούν

άλλους τόπους, άλλες κοινωνίες και άλλα πολιτικά συστήματα. Δεν είναι, με άλλα

λόγια, δυνατόν να αξιολογείται το παρόν με κριτήρια του παρελθόντος και να

κατανοείται ως «κρίση των κομμάτων» αυτό που μάλλον είναι μια κρίση της

θεωρίας περί κομμάτων.

Άλλωστε, ο όρος «κρίση» υπονοεί μια «χειροτέρευση» λειτουργίας, μια «βλάβη» ή

«απώλεια» που κάποτε θα διορθωθεί ή θα αποκατασταθεί. Ωστόσο, μια «κρίση» που

διαρκεί περισσότερο από 25 χρόνια, μια «σταθερή» κρίση ίσως δεν είναι κρίση.

Αυτό που όλοι παρατηρούμε (και προσδιορίζουμε ως «κρίση») είναι ο

μετασχηματισμός μιας παλαιάς οργανωτικής μορφής και η ανάδυση μιας νέας, είναι

η μεταλλαγή της κληρονομημένης φυσιογνωμίας του θεσμού «κόμμα».

Στοιχείο αυτής της νέας φυσιογνωμίας, η οποία φυσικά δεν είναι δυνατόν να

αναλυθεί εδώ, είναι η αριστοκρατικοποίηση των οργανώσεων και της Αριστεράς και

της Δεξιάς. Η «πλειοψηφία των ικανοποιημένων» ελέγχει απόλυτα τις σύγχρονες

κομματικές οργανώσεις, οι οποίες απομακρύνονται από τα κατώτερα κοινωνικά

στρώματα και, ακόμη περισσότερο, από τη μεγάλη μάζα των «αποκλεισμένων». Αυτή

η απομάκρυνση μειώνει τη δυνατότητα των κομμάτων (αριστερών, κεντρώων ή

δεξιών) να υιοθετήσουν ­ και όταν ακόμη το επιθυμούν ­ πολιτικές σύνδεσης και

συγκερασμού των συμφερόντων των ανώτερων με τα συμφέροντα των κατώτερων

τάξεων.

Σήμερα, για άλλη μια φορά, ο δόλος της Ιστορίας παράγει, χαμογελώντας πίσω από

την πλάτη μας, τα απροσδόκητα αποτελέσματά του. Το ιστορικό παράδοξο της

κομματικής πολιτικής στη Δ. Ευρώπη είναι το ακόλουθο: τα παλαιά «ταξικά»

κόμματα παρήγαγαν ­ χωρίς πάντα να το επιδιώκουν ­ πολιτικές ταξικού

συμβιβασμού, ενώ τα μοντέρνα «αταξικά»-πολυσυλλεκτικά κόμματα (συχνά στραμμένα

προς το κέντρο και τον μεσαίο χώρο) εμφανίζονται ανίκανα να συγκεράσουν τα

συμφέροντα των ανώτερων και των κατώτερων τάξεων. Ανίκανα δηλαδή να

εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα των «πολλών». Εδώ εντοπίζεται σε μεγάλο βαθμό η

κρίση των κομματικών οργανώσεων και όχι στη μείωση του αριθμού των μελών τους.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.