Η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος είναι μία από τις σημαντικότερες

στιγμές της πολιτικής ζωής του τόπου.

Ακριβώς για αυτό είναι αναγκαίο να διαφυλάξουμε και να κατοχυρώσουμε μέσα από

το νέο Σύνταγμα το κύρος και τον σεβασμό των κυριότερων πολιτειακών οργάνων,

όπως είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Βουλή.

Με την αναθεώρηση του 1985-86, που ήταν ριζοσπαστική, επιχειρήθηκε ο πλήρης

εξορθολογισμός του πολιτικού συστήματος και ο «συγχρονισμός» της «πολιτικής

πρακτικής» με τις «συνταγματικές διατάξεις», μέσω της αφαίρεσης των

υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, οπότε το πολίτευμα προσέλαβε και

τυπικά έναν αμιγώς κοινοβουλευτικό χαρακτήρα.

Συμμετείχα ενεργά στις διαδικασίες αναθεώρησης στην προηγούμενη Βουλή και

προσπάθησα να συμβάλω με συγκεκριμένες προτάσεις στον συγκερασμό θέσεων για

σοβαρά ζητήματα, όπως αυτό της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, του

επαναπροσδιορισμού των σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους κ.ά.

Με σαφήνεια είχα ταχθεί κατά της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με

μονοκομματική οριακή πλειοψηφία 151 ψήφων, διότι μια τέτοια διαδικασία

υποτιμούσε τον θεσμό και το κύρος του ανώτατου άρχοντα.

Με κατηγορηματικό τρόπο ήμουν αντίθετος στον «εκβιασμό» που υπήρχε για τη

Δημοκρατία, της πρόωρης διάλυσης της Βουλής εάν στην τρίτη ψηφοφορία κατά τη

διαδικασία εκλογής Προέδρου δεν υπήρχε η πλειοψηφία των 3/5, δηλαδή των 180

ψήφων. Ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής ­ εμπνευστής και δημιουργός τού

Συντάγματος του 1975 ­ είχε καλές προθέσεις, όμως το εκβιαστικό δίλημμα της

διάλυσης της Βουλής που εισήγαγε τότε δεν έχει λόγο ύπαρξης σήμερα, καθώς ο

Πρόεδρος έχει περιορισμένες εξουσίες και συμβολίζει την ενότητα του έθνους και

του λαού.

Μέρος της κυβερνητικής πλειοψηφίας, αν και αρχικά διατύπωσε τη σκέψη για

εκλογή με 151 ψήφους, στη συνέχεια τροποποίησε τη θέση της ύστερα από διάλογο

και υιοθέτησε την πρόταση συγκερασμού που κατέθεσα επισήμως και η οποία είναι:

«Αν κανένας από τους υποψηφίους δεν συγκεντρώνει τον αριθμό των απαιτουμένων

ψήφων που προβλέπει το ισχύον Σύνταγμα, τότε η Βουλή δεν θα διαλύεται, αλλά θα

αποσύρονται όλες οι υπάρχουσες υποψηφιότητες και τα πολιτικά κόμματα θα

υποχρεούνται να υποδεικνύουν νέες υποψηφιότητες. Οι ψηφοφορίες θα

επαναλαμβάνονται έως ότου επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία των 3/5, δηλαδή

των 180 ψήφων».

Με την πρόταση αυτή και η πρόωρη διάλυση της Βουλής αποφεύγεται και ο Πρόεδρος

της Δημοκρατίας εκλέγεται με ευρύτατη πλειοψηφία.

Υποστηρίζεται από κάποιους ότι αυτή η πρόταση μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδα

με τις συνεχείς ψηφοφορίες, ακόμα και να «εκφυλιστεί», καθώς τα κόμματα μπορεί

να μη βρουν τη «χρυσή τομή» για το πρόσωπο του Προέδρου.

Αντίθετα, πιστεύω ότι η προτεινόμενη διαδικασία θα προστατεύει το κύρος της

Βουλής καθώς το Κοινοβούλιο δεν θα αναλωθεί σε περιττές ψηφοφορίες, αφού αυτές

θα πραγματοποιούνται όταν οι διαβουλεύσεις μεταξύ των κομμάτων θα έχουν

οδηγήσει στο κατάλληλο πρόσωπο και, εν πάση περιπτώσει, η αυτογνωσία και η

πολιτική ωριμότητα θα αναδειχθούν χωρίς εκβιαστικά διλήμματα. Στην Ιταλία τα

τελευταία τριάντα χρόνια όπου υπάρχει το σύστημα των πολλαπλών ψηφοφοριών, το

πολύ με την τρίτη ψηφοφορία εκλέγεται ο πρόεδρος.

Αναρωτιέται, λοιπόν, εύλογα κανείς αν η αναζήτηση συναίνεσης μέσα από μια τόσο

διαφανή και ευρεία διαδικασία είναι «ευτελισμός», τότε τι μπορεί να είναι η

ανάδειξη Προέδρου από μια ισχνή μονοκομματική πλειοψηφία των 151 ψήφων;

Την εμπειρία αυτή τη ζήσαμε όλοι, μιας και το παράδειγμα του 1990 είναι

πρόσφατο. Φθάσαμε να εκλεγεί μια μεγάλη προσωπικότητα του πολιτικού μας βίου,

ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής, μόνο με 151 ψήφους, κάτι που δεν άρμοζε

ούτε στην προσφορά του ούτε στο έργο του.

Ποιος αμφισβήτησε τον άμεμπτο τρόπο και τη συναίνεση που υπήρξε το 1995 στο

πρόσωπο του Κωστή Στεφανόπουλου; Μήπως η θητεία του δεν αναγνωρίστηκε ως

επιτυχής και από τη Ν.Δ., η οποία τότε δεν τον είχε ψηφίσει;

Μόλις πρόσφατα, το 2000, παρά τις πρόσκαιρες εντάσεις δεν ανευρέθη η «χρυσή

τομή» στο πρόσωπο του Κωστή Στεφανόπουλου με τη συναίνεση μάλιστα και της

αξιωματικής αντιπολίτευσης;

Η Ν.Δ. εμφανίστηκε από την αρχή της αναθεώρησης να «ταλαντεύεται» ανάμεσα σε

τρεις απόψεις:

α) Βουλευτές της στην Επιτροπή Αναθεώρησης πρότειναν την επαναφορά των

ενισχυμένων εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Προέδρου.

β) Με προεξάρχοντα τον Κ. Μητσοτάκη προτάθηκε εκλογή τού Προέδρου από

τον λαό, δηλαδή ανατροπή της υφιστάμενης πολιτειακής δομής. Θέση την οποία

απεδέχθη επίσημα ο Κ. Καραμανλής παραμονές των πρόσφατων γενικών εκλογών, για

λόγους εσωκομματικής ισορροπίας.

γ) Ο γενικός εισηγητής της υποστήριζε ότι πρέπει να μείνουν τα πράγματα

ως έχουν.

Ύστερα απ’ όλα αυτά, στην τελική πρόταση, που το σύνολο των βουλευτών της πριν

από λίγες ημέρες κατέθεσε, δεν κάνει καμία αναφορά για τον Πρόεδρο της

Δημοκρατίας.

Υπάρχει λοιπόν το παράδοξο η αξιωματική αντιπολίτευση να έχει προτάσεις για

μια σειρά ζητημάτων στην αναθεώρηση και στο μείζον θέμα, την ύστατη στιγμή, να

μην έχει θέση.

Η πρόταση της πλειοψηφίας είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη

υπευθυνότητα τα κόμματα, ενώ ταυτόχρονα αποσυνδέει και την εκάστοτε

αντιπολίτευση και την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία από άλλου είδους

σκοπιμότητες.

Το σύστημα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, χωρίς εκβιαστικά

διλήμματα για την εκλογή του Προέδρου, είναι το καλύτερο που ταιριάζει στον

λαό μας και βοηθά στην ωριμότερη και με ηπιότερους όρους εξέλιξη του

δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Άλλωστε, στα 26 χρόνια ομαλού δημοκρατικού βίου

το σύστημα αυτό λειτούργησε άψογα και η εκλεγμένη κυβέρνηση ασκεί τη νόμιμη

και ουσιαστική εξουσία υπό τον έλεγχο της Βουλής. Ένα τέτοιο αμιγώς

κοινοβουλευτικό πολίτευμα το είχε στερηθεί ο ελληνικός λαός, για πολλές

δεκαετίες.

Δυστυχώς η παρούσα Βουλή, παρά το εύρος των αναθεωρούμενων διατάξεων, θα

μπορούσε να πάει πιο μακριά. Να προχωρήσει σε έναν πρώτο διαχωρισμό των

αρμοδιοτήτων του Κράτους από εκείνων της Εκκλησίας, επαναπροσδιορίζοντας τις

σχέσεις τους στον νέο αιώνα που ξεκίνησε. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με αυτό που

έπραξαν εδώ και δεκαετίες στο όνομα του πολιτικού φιλελευθερισμού όλα σχεδόν

τα ευρωπαϊκά κράτη. Και προφανώς κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους

Γερμανούς, τους Ιταλούς ή τους Γάλλους ότι είναι λιγότερο χριστιανοί και

λιγότερο πιστοί από εμάς. Σε αυτήν τη φάση δεν τολμήσαμε και χάνεται μια

ευκαιρία για ουσιαστική μεταρρύθμιση, καθώς υπήρχε κατατεθειμένη πρόταση 53

βουλευτών. Κανείς δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από μια τέτοια μεταρρύθμιση και

ιδιαίτερα η ίδια η Εκκλησία, η οποία μόνο να κερδίσει είχε από μια τέτοια

τομή. Και δυστυχώς, η ευκαιρία χάθηκε με ευθύνη της συντηρητικής παράταξης και

βεβαίως μερίδας της ηγεσίας της Εκκλησίας και του Προκαθημένου της που δεν

έπαψε να ταυτίζεται με τις συντηρητικές νοοτροπίες και πρακτικές.

Ο Νίκος Σηφουνάκης είναι βουλευτής και υπουργός Αιγαίου.