Τη λέξη «βεγγέρα» την είχα ακούσει παιδί από τη μητέρα μου που κι εκείνη από

την δική της την είχε ακούσει. Μου άρεσε ο ήχος της, ρώτησα τι πάει να πει και

πήρα την εξήγηση: μια βραδινή συγκέντρωση σε φιλικό σπίτι, για έναν μεζέ, με

κουβέντα, συνήθως ελαφριά και πιθανώς με χαρτάκι για να περάσει η ώρα

ευχάριστα, με ποικιλία. Μικρές βεγγέρες είχαμε στην επαρχία, περισσότερο όμως

μέτραγαν τα γλέντια με τους πολλούς καλεσμένους και τα τραγούδια, οικογενειακά

γλέντια με φαγητά διάφορα, κρασί και καλή καρδιά. Έτσι οι βεγγέρες, όπως ήταν

στις διηγήσεις της Αθηναίας μάνας μου, μου έμειναν απωθημένο για πολλά χρόνια,

μέχρι που… μεγάλωσα ­ εν μέσω πλήθους περιπετειών ταλαιπωρίας αλλά και ζωής

­ και… αποφάσισα να τις ζωντανέψω. Μικρές συντροφιές με καλούς φίλους ­

προτιμότερες, χίλιες φορές προτιμότερες, από απρόσωπες μαζώξεις ­ ζεστή

κουβέντα και οικειότητα, καμιά σχέση με «δείπνα» όπου συζητιούνται ­ συνήθως ­

πράγματα ανιαρά, ας πούμε «περί πολιτικών εξελίξεων» με εκτιμήσεις και

προβλέψεις για τα διαδραματιζόμενα στο εσωτερικό των κομμάτων. Και τώρα που τα

«δείπνα» ομάδων, υποομάδων, στελεχών και άλλων τινών της πολιτικής είναι στην

ημερήσια διάταξη, αναρωτιέμαι τι περισσότερο μπορεί να σημαίνουν από ένα

άνοστο μηρύκασμα «πολιτικής τροφής» με υλικά σε μορφή πολτού που στο τέλος

αφήνουν μια γεύση ξινίλας, έξω από εδώ και μακριά. Ποιον ενδιαφέρουν άλλωστε

εκτός από εκείνους που κάνουν πολιτική με «δείπνα»;