Ο κ. Γιάννος Παπαντωνίου είναι ένας αισιόδοξος πολιτικός. Μάλιστα την

αισιοδοξία του αυτή προσπαθεί να την περάσει και στον ελληνικό λαό τουλάχιστον

για τα θέματα της αρμοδιότητάς του. Δηλαδή την οικονομία.

Όμως τις τελευταίες εβδομάδες στους πονοκεφάλους του κ. Παπαντωνίου έχει

προστεθεί ένας ακόμη. Πρόκειται για το κατά πόσο ο ρυθμός της ανάπτυξης 5% που

προβλεπόταν στον προϋπολογισμό του 2000 είναι εφικτός και σε ποιο βαθμό ένας

χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να επηρεάσει τους δημοσιονομικούς στόχους

που έχουν τεθεί.

Ήδη στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης διατυπώνονται απόψεις ότι ο στόχος

αυτός είναι φιλόδοξος και ως εκ τούτου είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Σε

κατ’ ιδίαν μάλιστα συζητήσεις τους μιλούν για την ανάγκη λήψης συγκεκριμένων

μέτρων για να αντιμετωπισθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις στα δημοσιονομικά μεγέθη

από μία διάψευση των εκτιμήσεων του Νοεμβρίου 2000 για τον ρυθμό ανάπτυξης η

οποία σήμερα προβάλλει κάτι περισσότερο από πιθανή. Χρονικά τοποθετούν τη λήψη

αυτών των μέτρων στις αρχές του β’ εξαμήνου του 2001 όταν θα έχουν

αποκρυσταλλωθεί οι τάσεις των βασικών μακροοικονομικών και δημοσιονομικών

μεγεθών. Κορυφαίο οικονομικό στέλεχος μάλιστα διατύπωνε στα μέσα της εβδομάδας

την εκτίμηση ότι με τα σημερινά δεδομένα ο ρυθμός ανάπτυξης το 2001 θα κινηθεί

μεταξύ του 4,2% και 4,3% (από 5% που είναι ο στόχος) συμφωνώντας ουσιαστικά με

τις εκτιμήσεις των τεχνοκρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ αλλά και με

τις προβλέψεις αναλυτών επενδυτικών οίκων.

Φυσικά ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ κατά 4,2 – 4,3% είναι σημαντικά υψηλότερος του

αντίστοιχου της ευρωζώνης αλλά τα ζητούμενα είναι τι θα γίνει αν οι εκτιμήσεις

για την πορεία της οικονομίας των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας δεν επιβεβαιωθούν και

κατά πόσο η προοπτική αυτή επηρεάζει την ανάπτυξη στην ευρωζώνη και κατ’

επέκταση και στην Ελλάδα.

Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με την εξέλιξη των εσόδων τα οποία διασώθηκαν

τον Φεβρουάριο από τα μερίσματα των μετοχών της Τράπεζας της Ελλάδος ύψους 157

δισ. δραχμών θα πρέπει να προβληματίζουν το οικονομικό επιτελείο.

Ήδη, αρμόδια στελέχη του οικονομικού επιτελείου έχουν ενημερώσει όλα τα μέλη

του Υπουργικού Συμβουλίου αλλά και τον Πρωθυπουργό για τις όχι και τόσο

ευοίωνες προοπτικές. Δεν διστάζουν μάλιστα να επισημαίνουν ότι οι υπουργοί θα

πρέπει να αφαιρέσουν «τον μεγαλοϊδεατισμό από τη διαχείριση των υπουργείων και

των εποπτευόμενων απ’ αυτούς οργανισμών».

Τα «μαύρα» σύννεφα έρχονται τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό.

Στις ΗΠΑ οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη του αμερικανικού ΑΕΠ μιλούν για

μηδενικό ρυθμό ανάπτυξης στο α’ εξάμηνο του 2001 ενώ η αναμενόμενη ανάκαμψη

στο 2ο εξάμηνο θα εξαρτηθεί κυρίως από την πολιτική επιτοκίων της FED. Η

κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ θα έχει την Τρίτη διαλέξει ανάμεσα στην προοπτική

επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας και στους φόβους για αναζωπύρωση

των πληθωριστικών πιέσεων πριν αποφασίσει να μειώσει τα επιτόκιά της κατά 0,5

ποσοστιαία μονάδα. Πάντως τα μηνύματα που έρχονται από την άλλη πλευρά του

Ατλαντικού μόνο ευχάριστα δεν είναι, καθώς:

* Ο δείκτης καταναλωτικών προσδοκιών τον Φεβρουάριο βρέθηκε στα χαμηλότερα

επίπεδα των τελευταίων 4,5 ετών.

* Οι νέες παραγγελίες τον Ιανουάριο παρουσίασαν μείωση κατά 6%.

* 348.000 άνθρωποι ζήτησαν ασφαλιστική κάλυψη από την ανεργία.

* Οι πωλήσεις κατοικιών τον Ιανουάριο μειώθηκαν, παρά την πτώση των επιτοκίων

των στεγαστικών δανείων διάρκειας 30 ετών, κατά 6,6%.

Και όλα αυτά συμβαίνουν σ’ ένα ιδιαίτερα νευρικό χρηματιστηριακό περιβάλλον με

τον Nasdaq να έχει σημαντικές απώλειες τον τελευταίο χρόνο και τον Dow Jones

να προσπαθεί να βρει επίπεδα ισορροπίας. Την ίδια στιγμή η Solomon Smith

Barney και το ΔΝΤ εκτιμά ότι η χρηματιστηριακή αξία του συνόλου των εισηγμένων

εταιρειών στις χρηματιστηριακές αγορές του κόσμου μειώθηκε κατά 5,8% από τις

αρχές του 2001 μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με την πτώση

της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Για το 2001 μάλιστα οι 900 μεγαλύτερες

εταιρείες των ΗΠΑ που παρακολουθούνται από το περιοδικό «Business Week»

εκτιμάται ότι θα εμφανίσουν μειωμένη κερδοφορία λόγω κυρίως της αύξησης του

κόστους ενέργειας γεγονός που επηρεάζει άμεσα τη συνολική δαπάνη στην

οικονομία.

Πιο ζοφερό είναι το κλίμα στην Ιαπωνία όπου η προοπτική της ύφεσης προβάλλει

απειλητική. Αυτό άλλωστε αντανακλάται τόσο στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής

ικανότητας της χώρας από τη Standard and Poors (από ΑΑΑ σε ΑΑ+) όσο και από τη

συγκράτηση των τραπεζικών χορηγήσεων.

Η αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων λειτούργησε την Τετάρτη όταν μία έκθεση της

FTSI για την ιαπωνική οικονομία και ειδικότερα για 19 τράπεζες που

δραστηριοποιούνται στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου προκάλεσε τριγμούς στο

παγκόσμιο χρηματιστηριακό σύστημα. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή 19 ιαπωνικές

τράπεζες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Η υποβάθμιση της αξιολόγησής

τους από τον διεθνή οργανισμό επηρέασε όχι μόνο την τοπική αγορά αλλά

μεταφέρθηκε στις USA και στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Όλα αυτά δείχνουν το

πόσο εύθραυστη είναι η ισορροπία που επικρατεί όχι μόνο στο ιαπωνικό αλλά και

στα διεθνή χρηματιστήρια. Αυτό πρακτικά καθιστά οποιαδήποτε πρόβλεψη για την

πορεία της οικονομίας παρακινδυνευμένη.

Δεν θα πρέπει να υποτιμούνται οι επιπτώσεις από την κρίση της τουρκικής

οικονομίας που μπορεί να προκαλέσει μία σειρά προβλημάτων στις αναδυόμενες

αγορές. Στον αντίποδα όλων αυτών βρίσκονται οι εκτιμήσεις σύμφωνα με τις

οποίες η Ευρώπη κινείται σε αναπτυξιακή πορεία με ρυθμό που θα κινείται στα

επίπεδα του 3%. Η διαπίστωση αυτή είναι άλλωστε η πηγή της αισιοδοξίας του

οικονομικού επιτελείου ότι τελικά η επίπτωση στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ θα

περιορισθεί στις 0,7-0,8 ποσοστιαίες μονάδες.

Αλλά και η πορεία των βασικών δεικτών της ελληνικής οικονομίας καθιστά

οποιαδήποτε πρόβλεψη για το ρυθμό ανάπτυξης το 2001 παρακινδυνευμένη. Οι

δείκτες που αφορούν τις λιανικές πωλήσεις, την οικοδομική δραστηριότητα και τη

βιομηχανική παραγωγή δεν δικαιολογούν ­ τουλάχιστον στην παρούσα φάση ­ την

εκτίμηση για αύξηση του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος. Από την άλλη πλευρά

ένα παρατεταμένο κλίμα νευρικότητας στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές που

θα επηρεάσει και τη Σοφοκλέους δεν μπορεί παρά να αντανακλάται και στην πορεία

του ΑΕΠ. Δεν είναι τυχαία άλλωστε και η τοποθέτηση του διοικητή της Τραπέζης

της Ελλάδος κ. Λουκά Παπαδήμου ο οποίος την προηγούμενη Τετάρτη σε συνέντευξη

Τύπου που δόθηκε με αφορμή την κατάθεση στη Βουλή της εξαμηνιαίας έκθεσης για

τη νομισματική πολιτική. «Η σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου των ΗΠΑ

αναμένεται με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και την ακολουθούμενη πολιτική της

FED ότι θα έχει επίδραση στο ευρώ και στην ελληνική οικονομία», τόνισε ο

επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας ο οποίος μάλιστα επισήμανε ότι λόγω εγχώριων

παραγόντων μπορεί να επηρεασθεί ο ρυθμός ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά και οι

δείκτες των επιχειρηματικών προσδοκιών εμφανίζουν ένα κλίμα στασιμότητας

κυρίως στη βιομηχανία το οποίο σίγουρα δεν είναι συμβατό με τις εκτιμήσεις για

αύξηση του ΑΕΠ κατά 5%. Ταυτόχρονα η αύξηση των αντικειμενικών τιμών δεν βοηθά

ιδιαίτερα στη βελτίωση του κλίματος στον τομέα των κατασκευών.

Η επιβεβαίωση των εκτιμήσεων αυτών σε συνδυασμό με τις δυσκολίες που υπάρχουν

στην υλοποίηση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων δεν είναι σίγουρα το

καλύτερο δυνατόν περιβάλλον για την ελληνική οικονομία, καθώς οι επιπτώσεις

μπορεί να είναι άμεσες και στα δημοσιονομικά μεγέθη. Έτσι η διατύπωση απόψεων

για το ενδεχόμενο να χρειασθούν δραστικές παρεμβάσεις στις αρχές του β’

εξαμήνου προβάλλουν ως ιδιαίτερα πιθανές.