Η κατάσταση στα νότια Βαλκάνια είναι για μιαν ακόμη φορά σοβαρή. Είναι φανερό

πως ορισμένοι ακραίοι αλβανικοί κύκλοι πιστεύουν ότι με τη βία και την

τρομοκρατία θα επιβάλουν την αλλαγή των διεθνών συνόρων, το πρότυπο των

«εθνικά καθαρών» κρατών και κοινωνιών, την παραπέρα κατάτμηση της χερσονήσου.

Οι επιδιώξεις αυτές δεν αποτελούν παρά την άλλη πλευρά του νομίσματος της

πολιτικής του κ. Μιλόσεβιτς. Οι εξτρεμιστές εκμεταλλεύονται με κυνισμό τα όσα

υπέστησαν οι Αλβανοί της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας για να προωθήσουν μιαν ανάλογη

λογική. Δεν εκφράζουν τους λαούς των Βαλκανίων, ούτε και τον αλβανικό, όπως

απέδειξαν οι εκλογές στο Κόσοβο.

Όμως οι Αλβανοί εξτρεμιστές διαπράττουν το ίδιο σφάλμα όπως και ο Μιλόσεβιτς.

Η διεθνής κοινότητα δεν θα υποκύψει στον εκβιασμό τους. Δεν θα τους αφήσει να

διακυβεύσουν τη σταθερότητα στην περιοχή και την Ευρώπη. Αρκετό αίμα χύθηκε

στα Βαλκάνια. Τα μηνύματα από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ είναι σαφή και η

κάποια καθυστέρηση που σημειώθηκε δεν πρέπει να ξεγελάσει κανένα. Ύστερα από

τέσσερις πολέμους, με σχεδόν 100.000 στρατό και με δισεκατομμύρια ευρώ

βοήθειας στην περιοχή, η διεθνής κοινότητα δεν έχει την πολυτέλεια να υποκύψει

σε μερικές εκατοντάδες κατσαπλιάδες. Τα Βαλκάνια δεν είναι Σομαλία. Όσο το

γρηγορότερο το κατανοήσουν οι ακραίοι αυτοί κύκλοι και όσοι τυχόν τους

ανέχονται, τόσο το καλύτερο θα είναι για τους ίδιους, για τον λαό που

ισχυρίζονται πως υπερασπίζονται και φυσικά για ολόκληρη την περιοχή.

Στις συνθήκες αυτές, όλοι οι περιφερειακοί «παίκτες», και ιδιαίτερα οι λαοί

και τα κράτη που γειτονεύουν με την επίμαχη ζώνη, επιβάλλεται να επιδείξουν

ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση.

* Δεν χρειάζεται κανενός είδους πανικός ή σπασμωδικές κινήσεις. Ευτυχώς για

μας, η ειρήνη στα Βαλκάνια δεν είναι πια υπόθεση μόνο των Βαλκανίων.

* Δεν είναι ώρα για αντανακλαστικά του παρελθόντος που θέλουν τον γείτονα να

εκμεταλλεύεται την αδυναμία του πλησίον του για να προωθήσει τις δικές του

θέσεις. Ύψιστο συμφέρον όλων των γειτόνων είναι η αποκατάσταση της ειρήνης και

της σταθερότητας και σ’ αυτό πρέπει να επικεντρώσουν την προσοχή τους. Η υγεία

του γείτονα είναι και η δική μας δύναμη.

Ειδικότερα, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και η κυβέρνησή

της χρειάζονται τη στήριξη όλων μας. Η Ελλάδα τούς την παρέχει με σαφήνεια,

πολιτικά και διπλωματικά. Φυσικά τα Σκόπια δεν χρειάζονται αυτόκλητους

τοπικούς προστάτες, ούτε διμερείς εγγυήσεις των συνόρων τους και ανταγωνισμούς

για το ποιος γείτονας τα «αγαπά» περισσότερο. Η προστασία και οι εγγυήσεις που

χρειάζονται δεν μπορεί παρά να προέρχονται από τη διεθνή κοινότητα και μόνο

από αυτή. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και η Αθήνα με τη στάση και τις

πρωτοβουλίες της στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΝΑΤΟ και άλλων

Οργανισμών.

Η κινητικότητα που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό γύρω από το θέμα του

ονόματος της γείτονος πρέπει και αυτή να ειδωθεί υπό το πρίσμα των όσων

σημειώθηκαν παραπάνω. Και οι δύο πλευρές εκτιμούν ότι η επίλυση του ζητήματος,

αφαιρώντας το τελευταίο αγκάθι στις διμερείς μας σχέσεις, θα αποβεί προς

όφελος της σταθερότητας στην περιοχή. Η επιδιωκόμενη λύση θα ανταποκρίνεται

στο συμφέρον και των δύο χωρών, δεν μπορεί άρα να είναι προϊόν επιβολής της

μιας πάνω στην άλλη. Ούτε είναι νοητό να γίνεται λόγος για «ανταλλάγματα». Σε

ένα θέμα που θίγει ιστορικές ευαισθησίες και των δύο λαών είναι αυτονόητο ότι

και οι δύο πλευρές έχουν ως μοναδικό τους γνώμονα το εθνικό συμφέρον.

Από ελληνικής πλευράς, η επίλυση του ζητήματος του ονόματος αποσκοπεί πρώτα

και κύρια να λειτουργήσει σταθεροποιητικά στη γειτονική χώρα, γιατί η

σταθερότητα εκεί είναι το μείζον εθνικό μας συμφέρον. Αν η επίλυση δεν

λειτουργούσε σταθεροποιητικά, οι δύο πλευρές δεν θα είχαν κανένα λόγο να την

επισπεύσουν. Αν η επίλυση του ονόματος συσχετιζόταν με λογικές «ευκαιρίας» για

αξιοποίηση της σημερινής κρίσης και της δύσκολης θέσης της γείτονος, θα

πυροβολούσαμε τα ίδια μας τα πόδια: θα δυσκολεύαμε την επίλυση και, το

κυριότερο, θα κινδυνεύαμε να λειτουργήσουμε σε πλήρη αντίθεση με την πρόθεση

και το συμφέρον μας.

Ο Σωτήρης Βαλντέν είναι σύμβουλος του υπουργού Εξωτερικών. Οι απόψεις

που διατυπώνονται είναι προσωπικές.