Τα φέρνει έτσι η ζωή που χάνεσαι με ανθρώπους άλλοτε πολύ κοντινούς. Παρέες

των χρόνων της νιότης φυλλορρούν, μοιρασιές που φαίνονταν στέρεες κόβονται,

άλλοτε ξαφνικά και άλλοτε σιγά σιγά, «ανεπαισθήτως», κάποιες σβήνουν ­ τι

περίεργο… ­ ολότελα, κάποιες άλλες ανακαλούνται στη μνήμη αραιά, φευγαλέα,

δίχως καν νοσταλγία. Στα τυχαία συναπαντήματα δεν υπάρχει συγκίνηση, τα τυπικά

που ανταλλάσσονται ­ «πώς πας;», «τι κάνουν τα παιδιά;» ­ είναι ακριβώς έτσι,

τυπικά. Ούτε τον χρόνο γεφυρώνουν ούτε ζωντανεύουν τη σχέση. Καλύπτουν απλώς

το κενό της σιωπής εκεί ακριβώς που είναι αναγκαίο να υπάρξει και προτιμότερο

από την άνευ νοήματος διαπίστωση πως «χαθήκαμε». Αλήθεια, τίποτε πιο ανούσιο

από αυτήν την τάχατες γεμάτη θλίψη υπόμνηση του ολοφάνερου «χαθήκαμε». Εδώ που

τα λέμε, κανένας δεν χάνει κανέναν αν δεν το θέλει. Μόνο που καμωνόμαστε ­

ποιος ο λόγος; ­ ότι δεν βρισκόμαστε πια γιατί είμαστε από τόσα πιεσμένοι, πού

χρόνος…

Πόσο πιο απλό και τίμιο να δεχόμαστε πως οι κύκλοι κλείνουν ­ καθένας απ’ την

πλευρά του ξέρει γιατί ­ όταν έρχεται η ώρα. Κι έπειτα ανοίγουν άλλοι και

απλώνονται σαν κρίκοι αλυσίδας, ο ένας μέσα στον άλλο. Διαφορετικές μοιρασιές,

πιο ώριμες, σαν Κυριακάτικα πρόσφορα, ευλογημένα, κοντά σε άλλες φιλίες που

άντεξαν κι ας είναι κατεσπαρμένες στη Σαλονίκη, στην Κρήτη, στην Καστοριά,

στην Αυστράλια ή στην Αμέρικα. Έτσι είναι. «Η μεγάλη ανατριχίλα» των φίλων που

σκόρπισαν και τυχαία ξαναβρέθηκαν για να θρηνήσουν εκείνον που «έφυγε» πρόωρα

παίζεται, «σαν ταινία», καθημερινά με παραλλαγές. Κι ευτυχώς έχει μικρή διάρκεια.