Με δύο ταχύτητες κινήθηκαν οι πέντε μεγαλύτερες εισαγωγικές και οι τρεις

βιομηχανικές επιχειρήσεις τσιγάρων το 2000. Ο συνολικός τους τζίρος αυξήθηκε

κατά 6,8% αλλά η συνολική τους κερδοφορία μειώθηκε κατά 9,6%.

Η αιτία βρίσκεται στο γεγονός ότι παρά τις εντεινόμενες αντικαπνιστικές

καμπάνιες αυξάνεται το ποσοστό των καπνιστών μεταξύ των μεταναστών, των νέων

γυναικών, καθώς και το μερίδιο αγοράς των τσιγάρων που χαρακτηρίζονται ως

light. Αντίθετα, οι κύριες αιτίες για τη μείωση των κερδών των εταιρειών

βρίσκονται:

– Στη μείωση των υπεραξιών από εκποίηση μετοχών στο Χρηματιστήριο και σε

κάποιες επενδύσεις στο εξωτερικό που ακόμη δεν απέδωσαν, στην περίπτωση των

ελληνικών επιχειρήσεων.

– Σε νέα σήματα που λάνσαραν στην ελληνική αγορά, χωρίς να έχουν ακόμη

«πιάσει», και στα υπέρογκα ποσά που δαπάνησαν για να υποστηρίξουν τα προϊόντα

τους μπροστά στην απειλή της απαγόρευσης της διαφήμισης τσιγάρων από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ωστόσο, ακόμα κι αν δεχθεί κανείς ότι οι λόγοι της αρνητικής κερδοφορίας των

καπνοβιομηχανιών είναι συγκυριακοί, δεν ισχύει το ίδιο και για την ψαλίδα των

μεριδίων αγοράς μεταξύ των ελληνικών και των ξένων σημάτων. Η ψαλίδα αυτή τα

τελευταία δέκα χρόνια διευρύνεται συνεχώς εις βάρος των πρώτων. Το 1991 τα

ελληνικά σήματα κατείχαν μερίδιο 57,6% της αγοράς και τα ξένα μόλις 42,4%.

Δέκα χρόνια αργότερα (Νοέμ. 2000) το μερίδιο των ξένων σημάτων ήταν 67,5% και

των ελληνικών 32,5%.

Και οι ειδικοί εκτιμούν ότι αυτή η ψαλίδα θα διευρυνθεί περαιτέρω τα επόμενα

χρόνια. Έτσι οι ελληνικές καπνοβιομηχανίες αναγκάζονται να ελιχθούν, ρίχνοντας

το βάρος τους στις ξένες αγορές, ιδρύοντας θυγατρικές ή αναπτύσσοντας νέες

δραστηριότητες, εκμεταλλευόμενες τα ευρύτατα δίκτυα πωλήσεων που διαθέτουν.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της καπνοβιομηχανίας Καρέλια, οι εξαγωγές

της οποίας το 2000 κάλυψαν σε όγκο το 30% της συνολικής της παραγωγής, ενώ το

ίδιο ισχύει και για τη ΣΕΚΑΠ (35%).

Ζημίες

Αποτέλεσμα όμως όλης αυτής της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι

συχνά να καταγράφουν ζημίες. Δεν είναι τυχαία η ανακοίνωση τής βιομηχανίας

Παπαστράτος, ότι για τον πρώτο χρόνο λειτουργίας τους οι δύο θυγατρικές της

στη Ρουμανία και στην Ουκρανία θα επιβαρύνουν τα αποτελέσματα του 12μήνου του

2000 με 1,1 δισ. Ούτε η περίπτωση της ΣΕΚΑΠ, που λόγω της υστέρησης κάποιων

σχεδίων στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην αγορά της Ρωσίας, που προβλέπει το

2000 μείωση στην κερδοφορίας της κατά 8%. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η

κίνηση της Κεράνης να αποφασίσει αλλαγή διάθεσης κεφαλαίου 1,1 δισ. το οποίο

προοριζόταν για κατασκευή μονάδας στην Αλβανία και διάθεσή του για επενδύσεις

στο χώρο των ακινήτων.

Αναλυτικά οι κινήσεις των βιομηχανικών επιχειρήσεων:

Philip Morris

Ηγέτιδα του κλάδου παραμένει η πολυεθνική Philip Morris, που αύξησε οριακά το

μερίδιο αγοράς της από 25,5% σε 25,7%. Η αύξηση του όγκου των πωλήσεων

επιτεύχθηκε κυρίως εξαιτίας των επιδόσεων της οικογένειας των τσιγάρων

Marlboro, της πρώτης μάρκας τσιγάρων σε πωλήσεις στον κόσμο, αλλά και στην

Ε.Ε. Το Marlboro κατέλαβε συνολικά μερίδιο 23,8% στην ελληνική αγορά.

Αναλυτικά, το Marlboro Red κατέλαβε τη χρονιά που πέρασε μερίδιο 17%, (0,7%

λιγότερο από το ’99), το Marlboro Medium 0,5%, ενώ το Marlboro Light 6,3%

έναντι 5,6% το 1999. Όσο για τη μείωση κατά 3,3% στα κέρδη της εταιρείας, η

κύρια αιτία βρίσκεται, σύμφωνα με τον οικονομικό της διευθυντή, κ. Roman

Yazbeck, στον ιό του 2000, καθώς πολλοί προμηθευτές, φοβούμενοι λογιστικά

προβλήματα, αγόρασαν μεγάλες ποσότητες τσιγάρων τους τελευταίους μήνες του

1999, με αποτέλεσμα να συσσωρεύσουν στοκ εμπόρευμα που επηρέασε αρνητικά τις

περσινές παραγγελίες.

British American Tobacco

Από τον Δεκέμβριο του 1999 την αντιπροσώπευση και διανομή των σημάτων της

εταιρείας Rothmans στη χώρα μας έχει αναλάβει η νέα British American Tobacco

Hellas Α.Ε (ΒΑΤ), εταιρεία που προέκυψε από τη συγχώνευση της British American

Tobacco Hellas ΕΠΕ και της Rothmans. Η νέα εταιρεία κατετάγη δεύτερη,

κατέχοντας μερίδιο εγχώριας αγοράς 16,1%. Το Peter Stuyvensant, το πρώτο 25άρι

στην Ελλάδα, συνεχίζει να κατέχει τα σκήπτρα στον τομέα των 25 τσιγάρων με

μερίδιο αγοράς 10,56%. Η συγχώνευση των δύο εταιρειών έγινε το ’99 και ήταν το

αποτέλεσμα της διεθνούς συγχώνευσης των μητρικών τους. Η αύξηση κατά 52% στο

τζίρο και κατά 140% στα κέρδη δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική εικόνα της

εταιρείας, καθώς η χρήση του ’99 ήταν εννεάμηνη (αφού αφορούσε την εταιρεία

που προήλθε από τη συγχώνευση), ενώ τα οικονομικά μεγέθη του 2000 αφορούν

12μηνη χρήση.

Παπαστράτος

Τρίτη στο γενικό σύνολο και πρώτη μεταξύ των ελληνικών, η Παπαστράτος έκλεισε

το 2000 με μερίδιο αγοράς 13,65%. Από αυτό, το 10,6% κατέλαβε η οικογένεια των

Άσων. Το 2001 βρίσκει την εταιρεία να ολοκληρώνει το επενδυτικό της πρόγραμμα

ύψους 8 δισεκατομμυρίων δραχμών που αφορά κυρίως τη δημιουργία σύγχρονης

παραγωγικής μονάδας στην περιοχή Ζαπάνη Αγρινίου. Παρά τη βελτίωση του κύκλου

εργασιών της, η παρατεταμένη πτώση του ΧΑΑ και τα αρνητικά αποτελέσματα των

θυγατρικών της στο εξωτερικό είχαν ως συνέπεια να υποχωρήσουν τα κέρδη της σε

14 δισ. από 17,5 δισ. το 1999. Το 2001 η Παπαστράτος προσδοκά αύξηση τζίρου

και κερδών από την αύξηση των πωλήσεων και τα οφέλη από τις επενδύσεις στο

εξωτερικό.

J Β Reynolds

Ζημίες και μάλιστα της τάξεως του 153% είχε η τρίτη στην κατάταξη των

εισαγωγικών και τέταρτη στο σύνολο, J Β Reynolds Hellas. Το 2000 η εταιρεία

(όπως και άλλες) προχώρησε σε επενδύσεις μαμούθ, άνω των 2 δισ. σε

διαφημιστική καμπάνια, για να ενισχύσει τα νέα Superr Lights Camel και

Winston, και να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από την εφαρμογή της οδηγίας της

Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την απαγόρευση της διαφήμισης τσιγάρων. Τελικά το

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ακύρωσε την κοινοτική οδηγία, ωστόσο τα χρήματα είχαν

επενδυθεί, με αποτέλεσμα το 2000 να κλείσει για την J Β Reynolds με αρνητική

κερδοφορία, – 490 εκατ. δρχ. έναντι 920,2 εκατ. δρχ. του 1999. Παρά την

εξέλιξη αυτή, πάντως, η εταιρεία αύξησε τον τζίρο της κατά 10,1% και ελαφρά το

μερίδιο αγοράς της κατά 0,4%.

ΣΕΚΑΠ

Με τζίρο αυξημένο κατά 2% και κέρδη μειωμένα κατά 8%, καταλαμβάνει την 5η θέση

στη γενική κατάταξη. Η αιτία για τη μείωση των κερδών βρίσκεται στην υστέρηση

των σχεδίων της στη ρωσική αγορά. Το 2001 η εταιρεία προχωρά σε επανακαθορισμό

των στόχων της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με το κύριο βάρος της να πέφτει

στις αγορές των Βαλκανίων, της Μ. Ανατολής και της Ασίας. Ο προσδοκώμενος

τζίρος για το 2001 είναι 28 δισ., αυξημένος κατά 12% σε σχέση με το 2000. Στην

αύξηση των πωλήσεων θα συμβάλλει η προώθηση ενός ή δύο νέων σημάτων της

οικογένειας Slim, που το 2000 κατέλαβε μερίδιο 2% της αγοράς, ενώ βάρος θα

δοθεί και στο 25άρι Cooper International με βιολογικό φίλτρο BF. Το BF είναι

φυσικά ο άσος στο μανίκι της ΣΕΚΑΠ και αυτή τη στιγμή παράγεται από την

ιταλική εταιρεία Filtrati, ενώ ταξιδεύει μέχρι και την Κίνα. Το 2001, επίσης,

θα ανοίξουν για την επιχείρηση οι πύλες του Χρηματιστηρίου.

Καρέλιας

Με το βλέμμα στραμμένο στο εξωτερικό καθώς και στο εργοστάσιό της στην

Καλαμάτα βρίσκεται η επιχείρηση αυτόν τον καιρό. Κι αυτό καθώς ο

εκσυγχρονισμός του θα βοηθήσει τα σχέδια για καλύτερη προώθηση των προϊόντων

της στη χώρα μας αλλά και στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Μέσα στο πρώτο

δίμηνο του 2001 θα ξεκινήσει το λανσάρισμα των Karelia Slims στην αγορά της

Ισπανίας. Τη χρονιά που πέρασε η εταιρεία εδραίωσε περισσότερο τη θέση της στη

βαλκανική αγορά, αυξάνοντας το ποσοστό της τόσο στη Βουλγαρία όσο και στην

Αλβανία, ενώ ξεκίνησε συνεργασία με τη μεγαλύτερη καπνοβιομηχανία των Σκοπίων.

Παράλληλα αυξημένες πωλήσεις σημειώθηκαν στις αγορές της υπόλοιπης Ανατολικής

Ευρώπης (Τσεχία, Ρωσία, Λετονία, Αρμενία, Γεωργία), ενώ μικρή υποχώρηση

παρουσιάστηκε στην Ουκρανία λόγω του αυξημένου δασμού στα εισαγόμενα τσιγάρα

εκεί. Τέλος, στην αγορά της Ε.Ε. η εταιρεία σημείωσε αύξηση πωλήσεων.