Την 4η θέση ανάμεσα στα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια στον τομέα της εφηρμοσμένης

έρευνας, δηλαδή της χρηματοδοτούμενης από ευρωπαϊκά κονδύλια αναπτυξιακής

έρευνας που διεξάγουν ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα από κοινού με επιχειρήσεις,

καταλαμβάνουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια σύμφωνα με μεγάλη έρευνα του

Πολυτεχνείου.

Αν συνυπολογιστεί το πληθυσμιακό και οικονομικό μέγεθος της χώρας μας, τότε

κατατάσσονται στη… 2η θέση πίσω από το Βέλγιο. Συνολικά οι διάφοροι

ερευνητικοί φορείς της χώρας κατατάσσουν την Ελλάδα στην 8η θέση, παρότι

είναι, ως γνωστόν, η τελευταία χώρα στην Ευρώπη ­ και όχι μόνο ­ στη

χρηματοδότηση της έρευνας!

Μάλιστα, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο εμφανίζεται ως ο 4ος πλέον δραστήριος

ερευνητικός φορέας της Ευρώπης στον τομέα αυτόν, πίσω από το γιγαντιαίο

γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας (το γνωστό CNRS), το βελγικό

καθολικό Πανεπιστήμιο της Leuven και τον επιχειρηματικό κολοσσό της γερμανικής

Ζίμενς. Συνολικά τα ελληνικά Πανεπιστήμια κατατάσσονται στην 4η θέση μεταξύ

των 100 πλέον δραστήριων στην εφηρμοσμένη έρευνα ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων,

πίσω από τα ΑΕΙ της Μ. Βρετανίας, της Γερμανίας και του Βελγίου.

Ψηλά

Τα πολύ ενδιαφέροντα όσο και φαινομενικά παράδοξα αυτά στοιχεία προκύπτουν από

μεγάλη στατιστική έρευνα που ολοκλήρωσε πρόσφατα το Πολυτεχνείο σε σύνολο

9.335 ερευνητικών προγραμμάτων, τα οποία πραγματοποιήθηκαν πανευρωπαϊκώς από

το 1983 έως το 1998 και χρηματοδοτήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την

έρευνα αυτή προκύπτει ότι παρά τον «πάτο» που πιάνει η Ελλάδα στην κρατική

επιχορήγηση και χρηματοδότηση της ερευνητικής πολιτικής, η χώρα στέκεται

αρκετά ψηλά στον ιδιαίτερα ανταγωνιστικό στίβο της αναπτυξιακής έρευνας στην

Ευρώπη χάρη, κυρίως, στα Πανεπιστήμιά της!

Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι στο σύνολο των εξεταζόμενων προγραμμάτων έχουν

συμμετάσχει 50 χώρες (μέλη ή μη της Ε.Ε.), με 20.499 φορείς και 65.476

συμμετοχές. Από την Ελλάδα έχουν συμμετάσχει 721 φορείς (το 3,5% του συνόλου)

με 2.679 συμμετοχές ( 4,1% του συνόλου), στις 285 από τις οποίες ( 3,1% του

συνόλου) οι ελληνικοί φορείς είχαν τον υπεύθυνο ρόλο του συντονιστή της

κοινοπραξίας. Η συμμετοχή αυτή (3-4%), παρατηρεί ο συντονιστής της έρευνας,

επίκουρος καθηγητής του ΕΜΠ και γενικός γραμματέας του τομέα

βιομηχανίας-επιχειρήσεων στο υπουργείο Ανάπτυξης κ. Γ. Καλογήρου, «είναι πολύ

ικανοποιητική και κολακευτική για τη χώρα μας, δεδομένου ότι είναι πολύ

μικρότερο το «ειδικό βάρος» της με πληθυσμιακά και πολύ περισσότερο με

οικονομικά κριτήρια τόσο στον κοινοτικό όσο και γενικότερα στον ευρωπαϊκό

χώρο. Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει επαρκής διασύνδεση

της έρευνας και της παραγωγής. Λέμε ότι το κράτος δεν χρηματοδοτεί την έρευνα,

αλλά τελικά προκύπτει πως το κράτος δαπανά ποσοστό 0,7-0,8% του ΑΕΠ που είναι

μεν λίγο, αλλά οι ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα έπρεπε να ενδιαφέρονται

ιδιαίτερα για την εφηρμοσμένη έρευνα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δαπανούν

ποσοστό 0,2 κατά μέσον όρο».

Τα κριτήρια

Παρ’ όλα αυτά, με κριτήριο τον αριθμό των συμμετοχών, η Ελλάδα καταλαμβάνει

την 8η θέση στην Ευρώπη, ενώ αν συνεκτιμηθεί και το πληθυσμιακό της μέγεθος

καταλαμβάνει την 4η θέση, πίσω από τη Δανία, το Βέλγιο και την Ολλανδία! Το

Πολυτεχνείο (συμπεριλαμβανομένου του Ινστιτούτου Συστημάτων Επικοινωνιών και

Υπολογιστών) είναι ο πλέον δραστήριος ελληνικός φορέας και καταλαμβάνει την 4η

θέση με 297 συμμετοχές. Από ελληνικής πλευράς, ανάμεσα στους 100 πλέον

δραστήριους ερευνητικούς φορείς (κάθε είδους) στην Ευρώπη, περιλαμβάνονται

ακόμα:

­ Τέσσερα Πανεπιστήμια: το Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης στην 35η θέση με 129

συμμετοχές, το Πανεπιστήμιο Κρήτης (συμπεριλαμβανομένου του Ινστιτούτου

Τεχνολογίας και Έρευνας) στην 37η θέση με 128 συμμετοχές, το Πανεπιστήμιο

Πατρών (συμπεριλαμβανομένου του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Υπολογιστών) στην 40ή

θέση με 122 συμμετοχές και το Πανεπιστήμιο της Αθήνας στην 56η θέση με 99

συμμετοχές.

­ Ένα Ερευνητικό Κέντρο: το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (του υπουργείου

Ανάπτυξης) στην 94η θέση με 69 συμμετοχές.

­ Μία επιχείρηση: η ΙΝΤΡΑΚΟΜ Α.Ε. στην 66η θέση με 87 συμμετοχές.

Η πολύ καλή θέση που επιτυγχάνει η χώρα μας, τόσο με απόλυτα όσο και με

σχετικά κριτήρια, οφείλεται στα Πανεπιστήμια, καθώς οι άλλοι ερευνητικοί

φορείς, δηλαδή ανεξάρτητα ερευνητικά κέντρα και επιχειρήσεις, δεν βρίσκονται

εξίσου υψηλά στην πανευρωπαϊκή κατάταξη.

5 Πανεπιστήμια

Στην κορυφή της πυραμίδας των δραστήριων φορέων, από τις 931 ελληνικές

συμμετοχές το 83% οφείλεται στη δραστηριότητα 5 Πανεπιστημίων. Αν εξετάσει

κανείς τα 100 πλέον δραστήρια ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια στην αναπτυξιακή έρευνα,

η Ελλάδα εκπροσωπείται με 6 ΑΕΙ (και τα συνδεδεμένα με αυτά Ινστιτούτα) και

βρίσκεται στην 6η θέση μαζί με την Ισπανία. Με κριτήριο όμως τις συμμετοχές

(9,2% του συνόλου) καταλαμβάνει την 4η θέση (μετά τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία

και το Βέλγιο) και τη 2η θέση (μετά το Βέλγιο) αν συνεκτιμηθεί το πληθυσμιακό

και οικονομικό της βάρος!

Τελικά, με τέτοια αποτελέσματα μήπως θα μπορούσαμε να… μειώσουμε τη

χρηματοδότηση της έρευνας στην Ελλάδα; Πέραν της ευχάριστης εικόνας και του

χιούμορ, πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα αυτά αφορούν

εφηρμοσμένη και επιχορηγούμενη από την Ε.Ε. αναπτυξιακή έρευνα. Με τη βασική

έρευνα που είναι και βασική αποστολή των ΑΕΙ, αλλά δεν χρηματοδοτείται

επαρκώς, θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς πού βρισκόμαστε συγκριτικά…

Η Ταυτότητα της Έρευνας

Τα συνολικά δεδομένα της έρευνας περιελάμβαναν 17.239 ερευνητικά έργα, τα

οποία χρηματοδοτήθηκαν από την Ε.Ε. και αφορούν την περίοδο 1983-1998. Η

επεξεργασία περιέλαβε τελικά 9.335 έργα (54% του συνόλου) που ανταποκρίνονται

στην έννοια της εφαρμοσμένης ή αναπτυξιακής έρευνας, η εκτέλεση των οποίων

πραγματοποιήθηκε από ερευνητικές κοινοπραξίες με επιχειρηματικό ενδιαφέρον.

Πρόκειται, δηλαδή, για έργα στα οποία συμμετέχουν περισσότεροι από έναν φορέα

και τουλάχιστον μία επιχείρηση.

Τα δεδομένα αντλούνται από προκαταρκτικά πορίσματα ερευνητικού προγράμματος με

τίτλο «Επιστημονικές και τεχνολογικές πολιτικές για την προώθηση των

Ερευνητικών Κοινοπραξιών», που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Κοινοτικού

Προγράμματος TSER. Την πρωτοβουλία και την επεξεργασία των δεδομένων είχε το

Εργαστήριο Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας του Τμήματος Χημικών

Μηχανικών του Πολυτεχνείου, επικεφαλής κοινοπραξίας ερευνητικών ομάδων από

πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Την επιστημονική ευθύνη είχαν από την πλευρά του

Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου οι κ.κ. Γιάννης Καλογήρου και Λ. Παπαγιαννάκης.

Συμμετείχαν επίσης οι κ.κ. Ν. Βονόρτας, Ι. Καστέλλη, Α. Τσακανίκας, Ι. Μπαρδής

και Στ. Ιωαννίδης.