Έργα υποδομής στις ορεινές περιοχές. Πολλές φορές απειλούν το περιβάλλον

Ο ελλαδικός χώρος διακρίνεται εσωτερικά από μία έντονη χωρική διάσπαση και

ασυνέχεια με νησιά και ορεινούς όγκους (Highlands and Islands!). Η Ελλάδα

είναι η πλέον νησιωτική και ταυτόχρονα ορεινή χώρα της Ευρώπης, που όμως δεν

είχε μέχρι σήμερα μια συνεκτική πολιτική ούτε για τα νησιά ούτε για τις

ορεινές περιοχές, οι οποίες αποτελούν το μη ενσωματωμένο τμήμα του εθνικού

χώρου, με προβλήματα περιθωριοποίησης, απομόνωσης και εξάρτησης, που δεν

οφείλονται πάντα σε γεωγραφικά αίτια.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον ελληνικό ορεινό χώρο είναι η μείωση του

πληθυσμού του τόσο σε σχετικούς όσο και σε απόλυτους όρους, με συνέπεια τη

διαμόρφωση ενός εξαιρετικά εύθραυστου κοινωνικο-οικονομικού ιστού. Στο μέλλον

οι ορεινές περιοχές ίσως κατοικηθούν ξανά (από «περιβαλλοντικούς» πρόσφυγες)

λόγω των κλιματικών αλλαγών στον πλανήτη. Πράγματι, στις αμέσως επόμενες

δεκαετίες οι γεωκλιματικές συνθήκες μπορεί να γίνουν αιτία ενός νέου

εποικισμού των ορεινών περιοχών. Οι άνθρωποι θα εποικίσουν τα βουνά όχι για να

κάνουν σκι όπως πιστεύουν πολλοί (δεν θα υπάρχει πλέον αρκετό χιόνι…), αλλά

για να επιδοθούν σε βιολογικές καλλιέργειες ή για να ζήσουν μακριά από τον

θόρυβο και τις άλλες οχλήσεις των αστικών περιοχών.

Μια άλλη απειλή για τις ορεινές περιοχές προέρχεται από την κατασκευή έργων

υποδομής με στόχο την άρση της απομόνωσης, που όμως έχει συμβάλει μέχρι σήμερα

στη διατήρηση ενός πολύτιμου φυσικού κεφαλαίου. Θα πρέπει λοιπόν να

αναρωτηθούμε μήπως η δημιουργία νέων οδικών αξόνων εντός των ορεινών περιοχών

διευκολύνει όχι μόνο την κυκλοφορία ανθρώπων και αγαθών, αλλά ταυτόχρονα

υποβαθμίζει και το ελάχιστα «κινητικό» συγκριτικό πλεονέκτημά τους. Το

παράδειγμα των δασικών δρόμων είναι χαρακτηριστικό: το οδικό δίκτυο δεν

διευκολύνει τόσο την προστασία ή την εκμετάλλευση των δασών όσο ανοίγει τον

δρόμο σε κάθε επίδοξο εμπρηστή, καταπατητή ή άλλου είδους καταστροφέα. Με

δεδομένα τα παραπάνω θα πρέπει να σκεφθούμε σοβαρά όχι μόνο τη δημιουργία

έργων υποδομής, αλλά και τη χρήση νέων τεχνολογιών και μορφών παρέμβασης, όπως

η τηλεματική (τηλε-εκπαίδευση, τηλε-ιατρική, τηλε-εργασία), της οποίας όμως η

αρνητική διάσταση πρέπει να συνεκτιμηθεί.

Ο τουρισμός αποτελεί μιαν άλλη σοβαρή απειλή αλλά και προοπτική για το μέλλον.

Μετά τις νησιωτικές και τις παράκτιες περιοχές, η «εθνική βιομηχανία» της

χώρας αρχίζει να κατακτά και τα βουνά, με την αθρόα κατασκευή χιονοδρομικών

κέντρων και άλλων εγκαταστάσεων. Πρόκειται για την επερχόμενη και στην Ελλάδα

«αστικοποίηση των βουνών», πράγμα που σημαίνει νέες σημαντικές ανακατατάξεις

στη λειτουργία και στη διαχείριση του ορεινού περιβάλλοντος. Όμως η προοπτική

της βιώσιμης ανάπτυξης προϋποθέτει μια τουριστική «βιομηχανία» που να

χαρακτηρίζεται από κώδικες σεβασμού του περιβάλλοντος αλλά και των τοπικών

ιδιαιτεροτήτων.

Με γνώμονα τον πρωτεύοντα ρόλο της προστασίας του περιβάλλοντος, θα πρέπει οι

αναπτυξιακές προσπάθειες να έχουν στόχο τη διασύνδεση του παραγωγικού

συστήματος με την έννοια της προστασίας. Άλλωστε η σωστή διαχείριση ουσιαστικά

αποτελεί την καλύτερη προστασία. Έτσι, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με

σκεπτικισμό τις ακραίες περιβαλλοντικές απόψεις για πλήρη διαχωρισμό του

ανθρώπου από τη φύση (το παράδειγμα της εκδίωξης των Ινδιάνων από το Πάρκο

Yellowstone στις ΗΠΑ δεν πρέπει να έχει το ανάλογό του στην περίπτωση των

ελληνικών βουνών!).

Μια ενιαία και «ολοκληρωμένη» (γεωγραφικά και κλαδικά) πολιτική των ορεινών

περιοχών πρέπει να είναι διαχρονικά και λογικά συνεπής και να στηρίζεται

μεταξύ άλλων στις ακόλουθες κατευθύνσεις:

α) Στη χάραξη της στρατηγικής στο κέντρο και ταυτόχρονα στην

αποκέντρωση της διαχείρισης, ώστε να επιτευχθεί η ενότητα μέσω της

«αξιοποίησης» των διαφορών. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να αναπτυχθεί μία

στοιχειώδης τυπολογία ορεινών περιοχών ανάλογα με τις πολιτικές που θα

εφαρμοστούν και η οποία θα αναφέρεται κυρίως στην ένταση χρήσης και

εκμετάλλευσης της γης, στην περιβαλλοντική κατάσταση, στην προσπελασιμότητα

και στο είδος της μετακίνησης, προς, από και μέσα στις ορεινές περιοχές.

β) Στον αποτελεσματικό συντονισμό των προγραμμάτων δράσης, των

εμπλεκόμενων φορέων διαχείρισης, καθώς και στην ορθολογική αξιοποίηση των

πηγών χρηματοδότησης (σήμερα έχουμε πολλές αποσπασματικές δράσεις, αλλά όχι

ένα Εθνικό Πρόγραμμα για τις Ορεινές Περιοχές).

γ) Στη δημιουργία και αποτελεσματική λειτουργία των «φορέων

διαχείρισης» των ορεινών όγκων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο,

ανεξάρτητα από διοικητικές διαιρέσεις νομών και περιφερειών.

Σε σχέση με το κρίσιμο θέμα του συντονισμού των πολιτικών του ορεινού χώρου

κρίνεται σκόπιμη η δημιουργία ενός Εθνικού Φορέα για την προστασία και

ανάπτυξη των ορεινών περιοχών, στον οποίο θα εκπροσωπούνται τα συναρμόδια

υπουργεία (ΠΕΧΩΔΕ, Γεωργίας, Ανάπτυξης κ.λπ.) και οι εθνικής κλίμακας

οργανώσεις (όπως π.χ. η ΠΑΣΕΓΕΣ, η ΚΕΔΚΕ, η ΕΝΑΕ, κ.λπ.). Ο φορέας αυτός

μπορεί να έχει τη μορφή ενός συλλογικού οργάνου (Εθνική Επιτροπή ή Εθνικό

Συμβούλιο) ή ενός νομικού προσώπου και να συμμετέχει στα αντίστοιχα δίκτυα

ορεινών περιοχών στα Βαλκάνια (Balkanmontana) όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο

(Euromontana). Ο βασικός ρόλος του Συμβουλίου αυτού θα είναι η σύνθεση των

τομεακών πολιτικών και η παρακολούθηση, ο έλεγχος και η αξιολόγηση της

εφαρμογής των αναπτυξιακών προγραμμάτων στον ορεινό χώρο. Ήδη η Ευρωπαϊκή

Ένωση στο πλαίσιο του Γ’ ΚΠΣ θέτει ως προτεραιότητα τα προγράμματα αυτά. Όμως

ο σχεδιασμός και η υλοποίησή τους χρειάζονται μια νέα οργανωτική δομή καθώς

και την ύπαρξη ενός Κεντρικού Επιχειρησιακού Προγράμματος.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η χώρα μας στερείται μιας ολοκληρωμένης «πολιτικής

βουνού», κατάλληλης για τα ελληνικά δεδομένα. Γι’ αυτό και θα πρέπει

οπωσδήποτε να την αποκτήσει με ισχυρό συντονισμό στο κέντρο και αποτελεσματική

διαχείριση στην περιφέρεια. Τέλος, στο πλαίσιο των συμμετοχικών διαδικασιών θα

πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι να αναπτύξουν νέες σχέσεις συνεργασίας και

συνευθύνης με τις τοπικές κοινωνίες και τους κατοίκους των ορεινών περιοχών,

αφού αυτοί είναι οι ουσιαστικοί «χρήστες» και «διαχειριστές» του ελληνικού

ορεινού χώρου.

Ο Ηλίας Μπεριάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Χωροταξίας στο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και γενικός γραμματέας του ΥΠΕΧΩΔΕ.