Όλοι μας, λίγο πολύ, σε πρώτη ανάγνωση, είμαστε νορμάλ. Σε δεύτερη,

διαστροφικοί. Ό,τι και να πεις, μια ανωμαλία τη σέρνουμε. Ένα φετίχ επίσης.

Σουτιέν, γόβα, ροζ αρκούδος ­ καθένας ό,τι έχει ευχαρίστηση.

Εμένα το φετίχ μου είναι τα κομματικά συνέδρια. Έτσι τη βρίσκω. Έτσι

εκτονώνομαι. Θα μου πεις, ανεπίκαιρο. Έλα όμως που το φετίχ δεν είναι ποτέ

ανεπίκαιρο. Το φετίχ είναι διαχρονικό.

Το κομματικό συνέδριο επίσης. Αρχίζουν να μιλάνε γι’ αυτό κάνα δίμηνο πριν από

την έναρξη και τελειώνουν ένα δίμηνο μετά. Αστράφτουν και βροντούν πάνελ,

παράθυρα και κουφώματα των δελτίων. Πασαρέλα οι βουλευτές. Ο ένας μετά τον

άλλον. Οι έντεκα επικρατέστεροι των καλλιστείων. Η Μις Γιανγκ, η Μις

Τουρισμός, η Μις Πύργος Ηλείας. Βραδινή τουαλέτα, παρέλαση με μαγιό και στο

τέλος, οι ερωτήσεις κρίσεως:

­ Είστε ικανοποιημένοι από το συνέδριο;

­ Πιστεύετε ότι εκφράστηκαν όλες οι απόψεις;

Ναι, μου αρέσουν τα συνέδρια. Στήνονται οι κάμερες στην είσοδο. Με το χαμόγελο

στα χείλη πάν’… οι συνέδροί μας μπροστά. Αγαπημένοι, μονιασμένοι, ούριοι.

Προχωρούν αγκαζέ στους διαδρόμους. Και μόλις μπουκάρουν μέσα, μόλις δουν το

μικρόφωνο, αρχίζουν την «αυτοκριτική» τους.

«Αυτοκριτική» στην ελληνική γλώσσα ίσον «ξεστραβώνομαι. Πετάω παρωπίδες.

Αναγνωρίζω λάθη. Εντοπίζω πότε υπήρξα βλαξ, κακόβουλος, μικρόνους. Και ­

τελικά ­ το αναγνωρίζω δημόσια».

«Αυτοκριτική» στην κομματική ορολογία σημαίνει το εντελώς αντίθετο. «Βρίζω

τους άλλους» σημαίνει. Εγώ είμαι εντάξει. Άψογος. Εγώ τα είχα προβλέψει και

προεκλογικά τα χάλια μας. Τα αίσχη μας τα φώναζα. Τα ούρλιαζα. Τα έλεγα, αλλά

μ’ ακούει κανένας; Δεν μ’ ακούει! Όλα από τα χέρια μου να περνάνε πια;».

Στη γλώσσα της πολιτικής, αυτοκριτική δεν σημαίνει ότι είμαι ΕΓΩ ο βλαξ.

Σημαίνει ότι είσαι ΕΣΥ. Ο άλλος. Εσύ που τώρα μου έγινες κι αρχηγός! Κι έμεινα

εγώ να βλέπω το κόμμα σαν ξερολούκουμο και να μου τρέχουνε τα σάλια.

Διότι, μην το βλέπεις έτσι αυτό το κόμμα. Άμα το πάρω εγώ στα χέρια μου, θα

στο κάνω σένιο. Θα το καθαρίσω, θα το στολίσω, ένα μαξιλαράκι εδώ, ένα σεμέν

εκεί ­ θα ντρέπεσαι να μπεις μέσα. Αχ, καημένο κόμμα. Έπεσες σε λάθος χέρια.

Τα λάθος χέρια είναι μαχαίρια. Είναι μαχαίρια που ‘χουν το όνομά σου και τα

‘χεις στείλει για να με δικάσουν.

Να με δικάσεις εσύ. Ο αρχηγός. Που σε στήριξα. Που σε ψήφισα ­ δεν μου κοβόταν

απ’ τη ρίζα; Και το ‘κανες σαν τα μούτρα σου. Γιατί τέτοιος ήσουν πάντα ­ τώρα

θα σε μάθουμε; Γι’ αυτό κι εγώ τώρα, σηκώνομαι, διασχίζω την αίθουσα και κάνω

την αυτοκριτική μου.

Και η αυτοκριτική μου συνίσταται στο ότι ΕΣΥ κι όχι ΕΓΩ είσαι ο βλαξ. Ο

κακόβουλος, ο μικρόνους. Σε βάλαμε στο πηδάλιο και ήρθες και μας έκανες

νησιώτικο της Κονιτοπούλου: Μας φουντάρεις μες στου Αιγαίου – Αιγαίου – τα

νερά. Ηλίθιε! Πανηλίθιε! Άσχετε! Ζώον!

Κι αφού βρίσουν, αφού βριστούν, αφού τους πεταχτεί το λαρύγγι έξω, αφού

φτάσουν στο προεμφραγματικό στάδιο, αφού πεις εσύ «πάει, τον χάνουμε τον

άνθρωπο», το επόμενο δευτερόλεπτο ­ καπάκι, μιλάμε ­ βγαίνουν πάλι χαρωποί

στις κάμερες:

­ Κάναμε την αυτοκριτική μας!

Το ακούς τώρα εσύ αυτό. Και για να μην το πιεις ξεροσφύρι και σου πέσει βαρύ,

σου βάζουν ένα ντρέσινγκ. Δημοκρατία, διαφανείς διαδικασίες, αντίθετες απόψεις

που «αποτελούν δείγμα υγείας»…

Αυτό, λοιπόν, είναι το ένα σκέλος του φετίχ μου. Το άλλο είναι η «ηλικιακή

αντιπαράθεση των στελεχών». Το είπα κομψά. Με τακτ. Μην το πω «γέροι

πλακώνονται με νέους». Τεκνά βρίζουν υπερήλικες. Που στο λεωφορείο να τη δεις

την τρίτη ηλικία, αν δεν σηκωθείς να του δώσεις τη θέση, είσαι και πολύ

μουλάρι. (Θα μου πεις «σε λεωφορείο τη δίνω. Σε κόμμα δεν τη δίνω).

Αι γενεαί πάσαι. Ντυμένοι ίδιοι. Ένα σουλούπι. Ένα καλούπι. Νέοι, γέροι ­ μπλε

κοστούμι, κόκκινη γραβάτα. Οι γέροι για να φαίνονται νέοι. Οι νέοι γιατί έτσι

τους είπε ο στυλίστας τους. Κι αφού σέρνουν οι μεν στους δε τα εξ αμάξης, αφού

κάνουν οι μεν τους δε ρόμπες καπιτονέ, άμα ερωτηθούν ύστερα από δημοσιογράφο;

­ Αλίμονο, όλοι χρειάζονται σε ένα κόμμα! Η παλιά φρουρά έχει την πείρα, την

ιστορική μνήμη, τη γνώση. Η νέα γενιά το πάθος, την ορμή, το όραμα. Κανένας

δεν εκτοπίζει κανέναν. Όλοι οι καλοί χωράνε!

Όλοι οι καλοί χωράνε. Όλοι οι κακοί επίσης. Προκειμένου να κάνουμε τη δουλειά

μας, γερό να ‘ναι κι ό,τι νάναι. Γέρος να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι. Κι ας

σκέφτεται ο νέος, καθώς βλέπει τον γέρο να προχωρεί παραπαίοντας ­ η γλώσσα

έξω ­ προς το πόντιουμ:

­ Δω θα πέσει, κει θα πέσει, άντε να τελειώνουμε με τον κ… γερο! Ασχέτως που

τσέπες τύπου Αρμάνι κυοφορούν πριόνια, στιλέτα και το κουζινομάχαιρο του

Τελεμάρκετινγκ. Ασχέτως όλων αυτών, όταν τελειώσει η σεμνή τελετή, οι σύνεδροι

έξω, φοράνε πάλι το χαμόγελο της κάμερας:

­ Όλα πήγαν καλά!

Όλα πήγαν καλά! Η αυτοκριτική έγινε! Αι γενεαί πάσαι τα βρήκαν μεταξύ τους κι

ατενίζουν με αισιοδοξία το μέλλον. Το ατενίζουν αυτοί τώρα. Το μέλλον ΜΟΥ. Το

μέλλον του παιδιού ΜΟΥ. Αυτοί το ατενίζουν. Κι εγώ τους ατενίζω να το

ατενίζουν. Και με πιάνει ένας πανικός. Ένα ντελίριουμ τρέμενς. Ένα «πού είναι

η έξοδος κινδύνου»; Ένα «να πηγαίνουμε σιγά – σιγά γιατί έχω αφήσει και το

σπίτι μόνο του».

Και φεύγω. Φεύγω τρέχοντας. Για να σταματήσω στη μέση της κούρσας. Και να

συνειδητοποιήσω ό,τι πιο απλό:

ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΩ!