«Πρωταθλήτρια» του νέφους στην Ευρώπη αποδεικνύεται η Αθήνα. Στην

πρωτεύουσα οι συγκεντρώσεις του όζοντος, που κατά κύριο λόγο αναφέρεται σε

φωτοχημική ρύπανση, ξεπερνούν τα επιτρεπτά όρια συχνότερα συγκριτικά με άλλα

56 αστικά κέντρα της Ευρώπης με πληθυσμό άνω των 500.000 κατοίκων.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.

ΓΡΑΦΕΙΟ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας είναι εκτεθειμένοι περισσότερο από κάθε άλλο

Ευρωπαίο στους ρύπους

Υπολογίζεται ότι, ακόμα και αν υιοθετηθούν όλα τα μέτρα που προβλέπει η

κοινοτική νομοθεσία, το 2010 οι τιμές των ρύπων θα βρίσκονται και πάλι λίγο

πάνω από το όριο.

Οι δυσοίωνες αυτές διαπιστώσεις και εκτιμήσεις προκύπτουν από την τετραετούς

διάρκειας έρευνα, στην οποία συμμετείχαν επιστημονικά ιδρύματα από τη

Γερμανία, τη Νορβηγία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ισπανία και το Εργαστήριο

Μετάδοσης Θερμότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Αριστοτελείου

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Η έρευνα είχε ως στόχο την αποτίμηση των διαχειριστικών εργαλείων για

αποτελεσματικές στρατηγικές περιορισμού του όζοντος στην Ευρώπη και

χρηματοδοτήθηκε μέσω του προγράμματος «Περιβάλλον και κλίμα». Με βάση τις

ποιοτικές μετρήσεις εκτιμήθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού αστικού

πληθυσμού είναι εκτεθειμένο σε επίπεδα όζοντος ­ του ρύπου-δείκτη της

φωτοχημικής ρύπανσης ­ που υπερέβαιναν το θεσμοθετημένο όριο.

Οι «επικίνδυνες» περιοχές

Τα αποτελέσματα των μετρήσεων και οι εκτιμήσεις που έγιναν για το 2010 έδειξαν

ότι οι υψηλότερες υπερβάσεις των ορίων παρατηρούνται και θα εξακολουθούν να

σημειώνονται σε πόλεις της Νότιας Ευρώπης. Συγκεκριμένα, περίπου το 75% του

πληθυσμού των πόλεων του Νότου ήταν εκτεθειμένο για περισσότερες από 20 ημέρες

σε συγκεντρώσεις όζοντος που υπερέβαιναν τα 120 μg ανά κυβικό μέτρο, δηλαδή το

όριο προστασίας της υγείας. Είναι ενδεικτικό εξάλλου, ότι μετά την Αθήνα οι

περισσότερες υπερβάσεις παρατηρήθηκαν στο Μιλάνο, που βρίσκεται κοντά σε

βιομηχανική περιοχή, ενώ την τρίτη και την τέταρτη θέση κατέλαβαν η Βαρκελώνη

και η Νάπολι αντίστοιχα. Στον αντίποδα, το ποσοστό για τους κατοίκους των

πόλεων της Βόρειας Ευρώπης υπολογίστηκε σε 40%.

Στο πλαίσιο της έρευνας το Εργαστήριο Μετάδοσης Θερμότητας και Περιβαλλοντικής

Μηχανικής του ΑΠΘ, με υπεύθυνο τον καθηγητή Νίκο Μουσιόπουλο, ανέλαβε την

εφαρμογή ενός συστήματος για τη συγκριτική θεώρηση της ποιότητας του αέρα στην

Αθήνα, το Μιλάνο και την Στουτγάρδη κατά τα έτη 1990 και 2010. Τα αποτελέσματα

των προσομοιώσεων έδειξαν ότι, μολονότι η κατάσταση θα βελτιωθεί στο μέλλον,

υπερβάσεις των θεσμοθετημένων ορίων ποιότητας του αέρα θα εξακολουθούν να

παρατηρούνται και στις τρεις πόλεις. «Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη

εφαρμογής αποτελεσματικότερων επεμβάσεων, ώστε να επιτευχθεί εναρμόνιση με τα

όρια και τις τιμές-στόχους της οδηγίας-πλαισίου 96/62 της Ευρωπαϊκής Ένωσης»,

εξήγησε στα «ΝΕΑ» ο κ. Μουσιόπουλος.

Ειδικότερα για την Αθήνα, από την έρευνα προέκυψε ότι το 2010 θα επιτευχθεί

υποδιπλασιασμός των ημερών κατά τις οποίες θα υπάρχουν υπερβάσεις, εφόσον

βέβαια υλοποιηθούν τα προγραμματισμένα έργα υποδομής και ληφθούν τα απαραίτητα

μέτρα. Όσο για την Θεσσαλονίκη, που βρίσκεται σε συγκριτικά καλύτερη μοίρα από

την πρωτεύουσα, αλλά σε χειρότερη σε σχέση με αρκετές πόλεις του Νότου, οι

τιμές των ρύπων υπολογίζεται ότι θα κυμαίνονται κάτω από το όριο.

Οι προτάσεις των 30 επιστημόνων

Τα αποτελέσματα της έρευνας, σύμφωνα με τον κ. Μουσιόπουλο, ο οποίος προΐστατο

της 30μελούς ομάδας Ελλήνων και ξένων επιστημόνων που κλήθηκαν να μελετήσουν

την επίδραση των μεγάλων έργων στην εξέλιξη της ποιότητας του αέρα στην Αθήνα

έως το 2004, καταδεικνύουν την ανάγκη αναδιατύπωσης της στρατηγικής

αντιμετώπισης της αέριας ρύπανσης στην πρωτεύουσα.

«Οι επεμβάσεις που θα κριθούν αναγκαίες για χρονικό ορίζοντα 10 έως 20 ετών θα

απαιτήσουν ολοκληρωμένη αντιμετώπιση όλων των πηγών ρύπανσης και του συνόλου

των ρύπων, με ιδιαίτερη έμφαση στα αιωρούμενα σωματίδια», τόνισε. Επισήμανε δε

ότι ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στα κυκλοφοριακά και συγκοινωνιακά

έργα: «Βασικός μας στόχος θα πρέπει να είναι ο περιορισμός των αναγκαίων

μετακινήσεων. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δώσουμε την δυνατότητα στον

πολίτη που συνδιαλέγεται με δημόσιες υπηρεσίες, είτε να εξυπηρετείται σε

χώρους πολύ κοντά στο σπίτι του είτε να αξιοποιεί την τηλεματική. Παράλληλα,

αναγκαία είναι η αναβάθμιση των μέσων μαζικής μεταφοράς. Η λειτουργία του

Μετρό θα βοηθήσει σημαντικά, ενώ στη σωστή κατεύθυνση είναι η δρομολόγηση του τραμ»’.