«Μαύρη τρύπα» 150 δισ. δραχμών έχει δημιουργηθεί από 10.000 «κόκκινους»

κωδικούς, οι οποίοι χρωστούν χρήματα σε χρηματιστηριακές εταιρείες, καθώς οι

τελευταίες έχουν πληρώσει το «άνοιγμα», αλλά δεν έχουν λάβει χρήματα από τους

πελάτες τους.

Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από συγκλίνουσες εκτιμήσεις κορυφαίων

χρηματιστηριακών στελεχών και επικεφαλής χρηματιστηριακών εταιρειών, οι οποίοι

διατυπώνουν την εκτίμηση ότι κατά μέσο όρο ο κάθε «κόκκινος» κωδικός χρωστά 15

εκατ. δραχμές. Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται στην υπόθεση ότι «κόκκινος»

κωδικός είναι αυτός στον οποίο ο επενδυτής δεν έχει καμία δική του συμμετοχή

σε χρήμα ή σε μετοχές. Επίσης, εάν ρευστοποιηθούν οι μετοχές που υπάρχουν στον

κωδικό αυτό, τότε θα προκύψει ζημιά καθώς η τρέχουσα αποτίμηση είναι μικρότερη

από την τιμή κτήσης.

Το θέμα των «κόκκινων κωδικών» απασχολεί επενδυτές, χρηματιστηριακές εταιρείες

αλλά και τις αρμόδιες χρηματιστηριακές αρχές, καθώς η ύπαρξή τους δημιουργεί

προβλήματα στην εφαρμογή της χρηματοδότησης για την αγορά μετοχών από τις

χρηματιστηριακές προς τους πελάτες τους (margin account).

Αν και το margin account έχει ήδη ψηφιστεί, η εφαρμογή απαιτεί σχετική απόφαση

της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθώς απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί και

προετοιμασία από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς της αγοράς. Κι αυτό διότι

σύμφωνα με τον νόμο το ποσοστό δανεισμού είναι 50%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι

εάν ο επενδυτής έχει 100 ευρώ, τότε μπορεί να δανειστεί συνολικά άλλα 100 ευρώ

και να δημιουργήσει συνολικό χαρτοφυλάκιο 200 ευρώ. Όμως, οι καθημερινές

αυξομειώσεις των τιμών των μετοχών θα αλλάζουν το ποσοστό της ίδιας συμμετοχής

στο χαρτοφυλάκιο, μέγεθος το οποίο θα μετριέται με το λεγόμενο ποσοστό

διατήρησης (το ελάχιστο περιθώριο το οποίο επιτρέπεται να υφίσταται

οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της πιστωτικής σύμβασης). Το ύψος του ποσοστού

αυτού αναμένεται να προσδιοριστεί στο 35%. Διαφορετικά, ο επενδυτής θα πρέπει

να καταβάλει το ποσό της διαφοράς ή να ρευστοποιεί η χρηματιστηριακή εταιρεία

τον απαιτούμενο αριθμό μετοχών, ώστε να τηρείται το ποσοστό διατήρησης.