Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, αντλημένη από τα παιδικά της χρόνια,

αφηγείται η κ. Παρασκευή Γεωργακά, από το Περιστέρι:

«Το 1961 θυμάμαι είχαμε περάσει όμορφα Χριστούγεννα. Εγώ ήμουν πολύ μικρή κι

όλα αυτά τα απλά πράγματα μού φάνταζαν σπουδαία και μαγικά. Τραγουδούσα όλη

την ημέρα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και χούφτωνα κρυφά γλυκά από το

ντουλάπι. Ήμουν χαρούμενη.

Μετά, ένα βράδυ ήλθε η μεγάλη πλημμύρα. Ο Κηφισός υπερχείλισε κι ο Άγιος

Αντώνιος βούλιαξε στο νερό και τη λάσπη. Όλη την νύχτα έβρεχε και το νερό μέσα

στο σπίτι είχε ξεπεράσει το ένα μέτρο. Η πόρτα είχε μείνει ανοιχτή για να

έλθουνε να μας σώσουνε…

Όμως το προτιμότερο είναι πάντα να μπορείς να σώνεσαι μόνος σου! Μα αυτό είναι

μια άλλη ιστορία.

Η μητέρα και ο πατέρας έστεκαν όρθιοι πάνω σε καρέκλες μέσα στα νερά. Τον

αδελφό μου κι εμένα μάς είχαν βάλει πάνω στην ντουλάπα για να μη βρεχόμαστε.

Όλα τα πράγματά μας είχαν πνιγεί στο νερό και στη λάσπη. Από καιρό σε καιρό

άκουγες φωνές από τα σπίτια της γειτονιάς.

­ Ανεβαίνει; ρωτούσαν.

­ Ναι, ήταν η απάντηση. Μετά σιωπή. Κανείς δεν είχε διάθεση για κουβέντα.

Δεν φοβόμουν. Ήταν σαν να βλέπω κινηματογραφική ταινία. Ήμουν πολύ μικρή για

να καταλάβω τον κίνδυνο.

Η μητέρα δεν σταμάτησε να μας δίνει κουράγιο. Δεν το έβαλε κάτω ούτε μία

στιγμή. Έβλεπε τα ρούχα και τα πράγματά της να καταστρέφονται κι έλεγε ότι σε

λίγο ξημερώνει και θα έλθουνε να μας βγάλουνε…

Από ψηλά κοιτούσα αμήχανη. Το νερό μούλιασε το χαρτόκουτο που μόλις είχαμε

μαζέψει τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Το διέλυσε. Παρέσυρε προς την έξοδο,

ένα – ένα, αστέρια κι αγγελάκια, μπάλες και γιρλάντες. Όλα, και τελευταία τη

διώροφη κορώνα του δέντρου. Μπλε, κόκκινη και χρυσή. Τότε μόνο απελπίστηκα. ­

Η κορώνα! φώναξα και άρχισα να θρηνώ.

Η μητέρα προσπάθησε να ‘ρθει κοντά μου. Βούλιαξε στα νερά για να ‘ρθει κοντά

μου.

­ Δεν πειράζει, παιδί μου, είπε. Θα πάρουμε άλλη κορώνα του χρόνου. Καλύτερη.

Κατά περίεργο τρόπο αυτή ήταν η καλύτερη κορώνα της ζωής μου. Ποτέ δεν βρήκα

άλλη που να μου φάνηκε πιο όμορφη από εκείνη που παρέσυραν τα νερά…».