Αγαπημένε μου Άη Βασίλη,

Τι έγινε; Πώς χαθήκαμε έτσι; Πώς άνοιξε η γη και σε κατάπιε; Έτσι φέρονται οι

φίλοι; Μα την Παναγία, δεν σε καταλαβαίνω, δηλαδή. Το έχω πάρει προσωπικά.

Εκεί που ήμασταν κολλητοί, αυτοκόλλητοι ­ από τη μια στιγμή στην άλλη ­ πού σε

είδα πού σε ξέρω;

Από τη μια στιγμή στην άλλη, πέρασαν τα χρόνια… Χθες ήμουνα οχτώ χρονών.

Σήμερα δεν είμαι. Τόσο απλά. Τόσο ξεκάθαρα. Τόσο βάρβαρα. (Και το παρανοϊκό

δεν είναι ότι μεγάλωσα. Το παρανοϊκό είναι ότι ήθελα να μεγαλώσω).

Κι όμως, εκείνα τα χρόνια δεν με ξέχναγες. Δεν με ξέχναγες ποτέ κι ας μη

διέθετε καμινάδα το σπίτι. Κάπως τα κατάφερνες, κάπως τα βόλευες, από κάποια

χαραμάδα γλίστραγες μέσα. Και το πρωί που έτρεχα ασθμαίνοντας και ξυπόλητη στο

σαλόνι, έβρισκα τα ίχνη σου. Την καρτ βιζίτ σου κάτω από το δέντρο. Την κούκλα

που μίλαγε. Το βιού μάστερ το κατακόκκινο. Το Φιδάκι, τον Γκρινιάρη. Πάντα

έπαιρνες τα γράμματά μου, πάντα με θυμόσουνα.

Δηλαδή, πώς το είδες; Νομίζεις πως μας είπαν ότι δεν υπάρχεις κι εμείς τους

πιστέψαμε; Μπλοφάραμε, ακριβέ μου. Κάναμε πως τους πιστεύουμε. Υποκρινόμασταν

μη μας πιάσουν στο δούλεμα τα μεγαλύτερα παιδιά, οι πιο μάγκες, στο σχολείο.

Μη μας περάσουνε για ντιπ βλαμμένα. Άλλο να ‘σαι παιδί κι άλλο στόκος. Σε

ξεχωρίζαμε εσένα από τους άλλους. Τους μουσαντένιους. Τους προκάτ Άη Βασίληδες

με το κόκκινο σατέν, την άσπρη γενειάδα και τη μαύρη συμφορά. Εκείνους που

κοπανούσαν ντράγκα-ντρούγκα την κουδούνα τους στη χρυσοποίκιλτη Ερμού.

Μπλοφάραμε…

Τη νύχτα όμως, τη νύχτα της Παραμονής, πέφτανε οι μάσκες της πρόωρης

ενηλικίωσης. Γιατί, βαθιά μέσα μας, ξέραμε. Ξέραμε ότι ετοιμάζεσαι. Ξέραμε ότι

θα έρθεις. Και ερχόσουνα. Έκανες την απόσταση Βόρειο Πόλο – Αθήνα στο πιτς

φιτίλι. Τώρα…

Τώρα άλλαξα εγώ; Τώρα άλλαξες εσύ; Σε πήρανε, γλυκέ μου, και σε κάνανε

εξαγώγιμο προϊόν. Σε βγάλανε σε φασόν. Σου αλλάξανε τα φώτα. Τα ταξιδιωτικά

γραφεία σε πουλάνε συλλήβδην, ως πακέτο οικογενειακό. Πακέτο με ημιδιατροφή κι

όλα προπληρωμένα.

Το διάβασα στο φυλλάδιο που μου στείλανε. «Γνωρίστε τον Άη Βασίλη!». Κάπου στη

Λαπωνία. Σε ένα χωριό ­ αδύνατον να το προφέρω. Μου στραμπουλάει τη γλώσσα.

Ροκιασβίλι. Ροκιαμένι; Ρομανέτσι; Το «ρω» σίγουρο και έπειτα το χάος. Εκεί,

λέει, μένεις. Εκεί κατοικείς. Σου έχουν φτιάξει το σπιτάκι σου, κάνανε κι ένα

τεράστιο υπαίθριο παιδότοπο ­ σαν χιονισμένη Ντίσνεϊλαντ ένα θέαμα ­ και

προσθέσανε του Αβραάμ και του Ισαάκ τις ατραξιόν:

«Βόλτες με έλκηθρα που τα σέρνουνε τα σκυλιά τα χάσκις. Σνόουμομπιλ.

Κρουαζιέρα με παγοθραυστικό. Φωτογραφία με τον Άη Βασίλη. Επίσκεψη στο

εργαστήριό του. Αγοράστε σουβενίρ! Τρέξατε, τρέξατε, παιδάκια!».

Άη Βασίλη, όταν σου χτύπαγαν την πόρτα οι πολυεθνικές, εσύ γιατί τους άνοιξες,

μανάρι μου; Γιατί δεν έπαιρνες τη γυναικούλα σου να ταμπουρωθείτε μέσα στο

σπίτι σας και να κάνετε ότι λείπετε; Γιατί καλωσόρισες στη ζωή σου όλο αυτό το

κατακιτσαριό; Γιατί μας πούλησες έτσι; Γιατί χάθηκες; Γιατί έχασες τον εαυτό

σου; Γιατί τον έχασες, αγαπημένε μου. Τον έχασες που να πάρει η ευχή. Παλιά

σου ορνιθοσκαλίζαμε γραμματάκια. Σου ζωγραφίζαμε στο πλαίσιο άτσαλα

χριστουγεννιάτικα δέντρα. Τα πηγαίναμε στο ταχυδρομείο. Και τα λάβαινες. Δεν

ξέρω πώς, αλλά τα λάβαινες. Όλα.

Ξέρεις τι φταίει; Τρία συγκεκριμένα γράμματα ­ αυτά φταίνε. Τρία κωλογράμματα,

συγγνώμη κιόλας που στα κολλήσανε πριν από το όνομά σου.

w.w.w.

Εκεί λέει θα σε βρίσκουμε πια. Όχι κάτω από το δέντρο μας. Όχι κάτω από τα

όνειρά μας. Όχι στις κρυφές πτυχές μιας ψυχούλας που δεν καταλαβαίνει Χριστό

από χρόνια που περνάνε. Όχι. Πάνε αυτά. Όποιος θέλει να επικοινωνήσει μαζί

σου;

w.w.w. santaclaus.

Λάλησες Άη Βασίλη; Ήρθες και μπήκες στο Διαδίκτυο; Εσύ; Είναι δυνατόν; Από

ίνδαλμα ακριβό, πανάκριβο, θρονιασμένο στα πούπουλα της παιδικής μας μνήμης,

πήγες κι έγινες μια διεύθυνση στο Ε-mail; Δηλαδή το παιδάκι πρέπει να μπει

στον κομπιούτορα για να του απαντήσεις πια; Κι όποιο δεν έχει κομπιούτορα:

Μένει έξω από το παιχνίδι;

Κι εσύ κοτζάμ άγιος, κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια και τους το επιτρέπεις;

Τους επιτρέπεις να σε μετατρέπουν σε εμπόρευμα μιας χρήσεως; Να σε

κλωνοποιούν, όπως τα πρόβατα. Ως πρόβατον επί σφαγήν; Να σε πουλάνε, να σε

αγοράζουν, να σε μοστράρουνε σε γιορταστικά πανηγύρια; Από άγιος με πρεστίζ,

έγινες η αρκούδα με το ντέφι; Τα ‘παιξες τελείως; Πού να το αποδώσω; Σε

γεροντική άνοια; Ου γαρ έρχεται μόνον; Κι όταν έρχεται αυτό τι εκτοπίζει;

Εσένα; Εμένα; Τα παιδιά μας; Τα όνειρά μας;

Χθες βράδυ, από τον γιο μου, υπέστην τη μοιραία ερώτηση. Την ερώτηση που

ήξερα, που περίμενα, που φοβόμουνα:

­ Μαμά, υπάρχει Άη Βασίλης;

Σημασία δεν έχει τι του απάντησα. Σημασία έχει τι ήθελα να του απαντήσω:

­ Μια στιγμή, αγόρι μου! Μια στιγμή, να ανοίξω το κομπιούτερ.

w.w.w. santaclaus. com. Νάτος! Νάτος!