Σιλ Τσέινι Κόκερ: διεύφυγε από την παράνοια της χώρας του και εξορίστηκε στο

Λας Βέγκας

Λέγεται Σιλ Τσέινι Κόκερ. Κατάγεται από τη Σιέρα Λεόνε. Και είναι ο πρώτος

διαφωνών συγγραφέας που πληρώνεται από τα καζίνο.

Κάποτε, οι διανοούμενοι που διώκονταν στις χώρες τους κατέφευγαν σε πόλεις

γεμάτες βιβλιοθήκες και ανθρώπους των γραμμάτων. Ο 55χρονος Σιλ εκπροσωπεί μια

νέα τάση: ο «Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες της Αφρικής», όπως τον έχουν ονομάσει,

διέφυγε από τους παρανοϊκούς πολέμαρχους που κόβουν τα χέρια των παιδιών και

εξορίστηκε ανάμεσα στα καζίνο, τα κιτς ξενοδοχεία, τα μπουρδέλα των γκάνγκστερ

και τις γόνδολες με ζώνη ασφαλείας. Η απεσταλμένη της Ρεπούμπλικα τον

συναντά στο μπαρ «Κόκκινη Πλατεία», δύο βήματα από τις ρουλέτες και τα

γυμνόστηθα κορίτσια, κάτω από ένα γιγαντιαίο άγαλμα του Λένιν που του έχουν

φορέσει τον κόκκινο σκούφο του Άη-Βασίλη. «Εσείς στην Ευρώπη», τη ρωτάει, «δεν

θα τοποθετούσατε αυτό το άγαλμα σε ένα τέτοιο μέρος, έτσι δεν είναι;» Εμείς

στην Ευρώπη είμαστε συντηρητικοί, τον Λένιν τον έχουμε ρίξει στα υπόγεια,

εσείς όμως, εξόριστε ποιητή, τι γυρεύετε εδώ πέρα, από πού περιμένετε να

αντλήσετε έμπνευση, από την πράσινη τσόχα ή από τους κουλοχέρηδες;

Ο Σιλ Τσέινι Κόκερ έφτασε στο Λας Βέγκας πριν από ένα μήνα. Ο δήμαρχος Μπάρυ

Γκούντμαν, πρώην δικηγόρος πολλών Μαφιόζων, πρωταγωνιστής στην ταινία «Καζίνο»

του Μάρτιν Σκορτσέζε στον ρόλο του εαυτού του, πρόσφερε στον συγγραφέα, μαζί

με άλλους χρηματοδότες, σπίτι, αυτοκίνητο και ένα μισθό 900.000 δρχ. τον μήνα.

«Για να γράφεις σε ειρηνικό περιβάλλον», του είπε. Είναι αλήθεια ότι ο Σιλ

αισθάνεται λίγο περίεργα μέσα στην ασημί λιμουζίνα με το τεράστιο

πορτ-μπαγκάζ, που του θυμίζει τα οπίσθια ορισμένων γυναικών της Αφρικής. «Μα

γιατί κορνάρουν;». Επειδή έχετε τα φώτα σβηστά. «Σωστά, μου φάνηκε περίεργο να

με αναγνωρίζουν».

Να απολογηθεί; Για ποιο λόγο; «Είναι κακό δηλαδή από τα παιχνίδια και την

αμαρτία να βγαίνει πότε-πότε και κάτι καλό για την κουλτούρα; Μου λένε πως ο

συγγραφέας, κυρίως ο εξόριστος, πρέπει να υποφέρει για να δημιουργήσει. Και τι

ξέρετε εσείς για μένα, για την ιστορία μου; Υπέφερα τα πάντα επί σαράντα

χρόνια, η καρδιά κι η ψυχή μου πονάνε, έζησα σε επικίνδυνους τόπους, στη

Νιγηρία, στις Φιλιππίνες, εγκατέλειψα την οικογένειά μου, είδα μια Ευρώπη που

ενδιαφέρεται για την Αφρική μόνο όταν πρόκειται για τα διαμάντια της, και πριν

από τρία χρόνια είδα τους αντάρτες να φτάνουν στα κάγκελα του σπιτιού μου και

να πυροβολούν σαν τρελοί. Ήμουν με τη γυναίκα μου, που μου φώναξε να μη βγω

στο μπαλκόνι, και με τη μικρή Τζούπιτερ, ένα από τα τέσσερα σκυλιά μου, που τη

βρήκα μισή ώρα μετά με ένα τεράστιο τραύμα, την είχαν ανοίξει στη μέση αυτοί

οι δειλοί. Ίσως τώρα με καταλαβαίνετε: υπέφερα πολύ, δεν αντέχω άλλο».

Το τελευταίο του βιβλίο μιλά για μια κοπέλα που προσπαθεί να ξεπεράσει τον

συλλογικό βιασμό της από στρατιώτες. Ενδιαφέρεται κανείς;