Αν και η συναλλακτική δραστηριότητα στο Χρηματιστήριο ­ όπως προκύπτει από τον

τζίρο ­ έχει μειωθεί περίπου κατά 50% σε σύγκριση με πέρυσι, πρωταγωνιστές στη

Σοφοκλέους παραμένουν οι Έλληνες ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές.

Μάλιστα, όπως, είχε αναφέρει ανώτατο στέλεχος του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών

σε πρόσφατη ομιλία του, σύμφωνα με υπολογισμούς, η συμμετοχή των Ελλήνων στον

ημερήσιο τζίρο κυμαίνεται μεταξύ 65% και 85%. Από την πλευρά τους, επικεφαλής

χρηματιστηριακών εταιρειών, που έχουν πολλούς και μεγάλους ξένους θεσμικούς

και ιδιώτες πελάτες, διατυπώνουν την εκτίμηση ότι στατιστικά η παρουσία των

ξένων στον ημερήσιο τζίρο κυμαίνεται μεταξύ 10% και 40%, ανάλογα με την

περίοδο. Η διαπίστωση αυτή επαληθεύει τα επίσημα στοιχεία του αξιωματούχου της

ελληνικής κεφαλαιαγοράς και για τον λόγο αυτό, άλλωστε, δεν είναι τυχαία η

επισήμανση που έχει κάνει ο πρόεδρος του ΧΑΑ στις επιστολές του προς τις

χρηματιστηριακές εταιρείες να δώσουν μεγάλη βαρύτητα στη δραστηριοποίηση των

εγχώριων επενδυτών, οι οποίοι αποτελούν την ατμομηχανή της Σοφοκλέους.

Ωστόσο, τα ποσοστά των Ελλήνων ιδιωτών και ξένων θεσμικών επενδυτών, αλλά και

εκείνα μεταξύ των ιδιωτών της Αθήνας και της περιφέρειας παρουσιάζουν

διακυμάνσεις κατά περίοδο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι πέρσι και κυρίως το 1999,

οι πρωταγωνιστές στη Σοφοκλέους ήταν οι ιδιώτες επενδυτές και η συμμετοχή της

περιφέρειας (επενδυτές εκτός Αθηνών) στον ημερήσιο τζίρο υπολογιζόταν ότι

έφθασε μέχρι το 40%. Φέτος, οι εκτιμήσεις είναι διαφορετικές. Τον Οκτώβριο,

για παράδειγμα, κορυφαία χρηματιστηριακά στελέχη διετύπωναν την εκτίμηση ότι η

περιφέρεια συμμετέχει στον ημερήσιο τζίρο το πολύ κατά 15%, ενώ στις αρχές του

περασμένου Σεπτεμβρίου η συμμετοχή των ξένων θεσμικών επενδυτών είχε φθάσει σε

ορισμένες συνεδριάσεις μέχρι και το 40%.

Στη συνέχεια, η παρουσία των ξένων μειώθηκε και έφθασε να είναι σχεδόν

μηδενική, έως τις αρχές του μήνα, όταν 800 ξένοι θεσμικοί πραγματοποιώντας

εντολές κυρίως για ίδιο λογαριασμό πραγματοποιούσαν μέχρι και το 12% του

ημερήσιου τζίρου. Τις τελευταίες ημέρες, επικεφαλής μεγάλων χρηματιστηριακών

εταιρειών πιστεύουν ότι έχει ενισχυθεί η παρουσία γενικά των θεσμικών

επενδυτών (Ελλήνων και ξένων) αλλά και των ιδιωτών (Ελλήνων) επενδυτών που

έχουν μεγάλα χαρτοφυλάκια. Από την άλλη, διατυπώνουν την εκτίμηση ότι η

παρουσία της περιφέρειας (εκτός των Αθηνών) έχει μειωθεί και ότι κυμαίνεται

κάτω του 15% στον ημερήσιο τζίρο.

Από την πλευρά τους, αξιωματούχοι της ελληνικής κεφαλαιαγοράς επισημαίνουν ότι

στατιστικά δεν κινείται καθημερινά περισσότερο από το 5% των συνολικών

κωδικών. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι κωδικοί αυτοί είναι οι ίδιοι

καθημερινά. Ενδεικτικά αναφέρουν το εξής παράδειγμα: Εάν σε μία συνεδρίαση

γίνουν 60.000 πράξεις, τότε το πολύ ενεργοποιήθηκαν 120.000 κωδικοί, αφού για

να πραγματοποιηθούν πράξεις απαιτούνται αγοραστές και πωλητές. Όμως, μπορεί

μέσω ενός κωδικού να έχουν δοθεί περισσότερες εντολές. Έτσι, οι διαφορετικοί

κωδικοί, που δραστηριοποιούνται κατά μέσο όρο καθημερινώς, στατιστικά είναι

μικρότεροι από τον μέγιστο αριθμό. Συνήθως, αποτελεί το ένα τρίτο του μέγιστου

θεωρητικού, χωρίς αυτό βέβαια να αποτελεί κανόνα. Και αυτό, διότι θα πρέπει να

ληφθούν υπόψη οι ενδοσυνεδριακές εντολές (intraday).

Οι εκτιμήσεις για το ποσοστό και το προφίλ των συμμετεχόντων στην αγορά

καθημερινώς ποικίλλουν. Ακόμη και από τα επίσημα στοιχεία που διαθέτει το

Χρηματιστήριο και οι υπηρεσίες του, δεν μπορούν να προκύψουν ακριβείς

προσεγγίσεις. Και αυτό, διότι τα στοιχεία αυτά μπορεί να δίνουν πληροφορίες

για τον αριθμό και τη γεωγραφική κατανομή των πράξεων που πραγματοποιούνται

στο Χρηματιστήριο καθημερινά, αλλά είναι δύσκολο και απαιτείται ειδική μελέτη

για να γίνει η ποσοτική κατανομή. Δηλαδή, εύκολα βρίσκει κανείς τον αριθμό των

πράξεων που πραγματοποιήθηκαν, για παράδειγμα, από την Καρδίτσα, αλλά

απαιτείται ειδική επεξεργασία για να διαπιστωθεί το ποσοστό της αξίας των

πράξεων αυτών στο σύνολο του τζίρου στη Σοφοκλέους. Ακόμη δυσκολότερο είναι να

υπολογιστεί η μέση συμμετοχή τής κάθε περιοχής στον ημερήσιο τζίρο σε

συγκεκριμένες περιόδους.

Πάντως, σύμφωνα με εκτιμήσεις χρηματιστηριακών στελεχών και αρμοδίων

υπηρεσιών, προκύπτουν τα εξής:

Πρώτον, το 20% των συναλλαγών πραγματοποιείται από την αίθουσα στην οδό

Σοφοκλέους. Το υπόλοιπο 80% του τζίρου πραγματοποιείται από τα γραφεία των

χρηματιστηριακών εταιρειών. Το ποσοστό αυτό περιλαμβάνει τις εντολές των ξένων

επενδυτών, αλλά και εκείνες που συγκεντρώνονται στις χρηματιστηριακές

εταιρείες από το δίκτυο των ΕΛΔΕ.

Δεύτερον, παρατηρείται αναλογία μεταξύ του αριθμού των πράξεων και του

πληθυσμού ανά περιοχή.

Τρίτον, παρατηρείται μείωση ή αύξηση του ποσοστού συμμετοχής της

περιφέρειας στον ημερήσιο τζίρο, ανάλογα με την ένταση της γενικότερης

επενδυτικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι περισσότερο του 50%

του τζίρου πραγματοποιείται από την Αθήνα. Μάλιστα, τόσο στελέχη του

Χρηματιστηρίου όσο και χρηματιστηριακών εταιρειών υπολογίζουν το ποσοστό της

Αθήνας σε ακόμη υψηλότερα μεγέθη, αφού από την πρωτεύουσα δίνονται οι εντολές

των ξένων επενδυτών και των Ελλήνων θεσμικών επενδυτών.

Τέταρτον, τις τελευταίες ημέρες η συμμετοχή των ξένων υπολογίζεται σε

12%, περίπου. Οι συναλλαγές αυτές γίνονται κυρίως από 800 ξένους θεσμικούς

επενδυτές που δραστηριοποιούνται κατά καιρούς στην Ελλάδα, αλλά οι εντολές

προέρχονται από τα τμήματα που επενδύουν σε αναδυόμενες αγορές. Οι εντολές

αφορούν μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης και κυρίως τηλεπικοινωνιών και γίνονται

κυρίως για ίδιο λογαριασμό τους παρά για λογαριασμό πελατών τους. Οι 800 αυτοί

ξένοι θεσμικοί επενδυτές έχουν συνεχή παρουσία στο ελληνικό Χρηματιστήριο,

αλλά η έντασή της και το ποσοστό στον τζίρο μεταβάλλεται ανάλογα με τις

συνθήκες και με τις αυξομειώσεις της συμμετοχής των εγχώριων ιδιωτών και

θεσμικών επενδυτών.

Όπως εξηγούν χρηματιστηριακά στελέχη, τα ξένα χαρτοφυλάκια που επενδύουν σε

αναδυόμενες αγορές είχαν αρχίσει να φεύγουν και να είναι «υποτοποθετημένα» σε

ελληνικές μετοχές, σε σχέση με τα καταστατικά τους ή με βάση τους δείκτες που

παρακολουθούν (benchmark).

Όταν, όμως, διαπίστωσαν ότι η αναβάθμιση αργεί (την περίμεναν έως τα τέλη του

2000) και σε συνδυασμό με τη σημαντική διόρθωση των τιμών, τότε αποφάσισαν να

αυξήσουν πάλι τις θέσεις τους στο ελληνικό Χρηματιστήριο. Χαρακτηριστική ήταν

η «επάνοδός» τους τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν σε δύο εβδομάδες αύξησαν τον

Γενικό Δείκτη κατά 1.000 μονάδες, αφού η συμμετοχή τους στον ημερήσιο δείκτη

κυμαινόταν στο 40% και σε μία συνεδρίαση το ξεπέρασε.