Διαφορετικό φως και νέα επιστημονική γνώση, σχετικά με τη σεισμικότητα της

Μεσογείου, έφερε ο σεισμός της Τουρκίας τον Αύγουστο του 1999 και η μέχρι

σήμερα μελέτη του ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας.

Μετά τους μεγάλους σεισμούς στην Τουρκία, στην Αθήνα οι ειδικοί μπόρεσαν να

κατανοήσουν καλύτερα τη μελλοντική εξέλιξη του φαινομένου στην ευρύτερη περιοχή

Εξίσου σημαντικά νέα στοιχεία συγκέντρωσαν οι ειδικοί επιστήμονες και μετά τον

σεισμό της Αθήνας, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, ενώ, με βάση όλα τα

δεδομένα από τις μελέτες και τις έρευνες που διεξάγονται ακόμη στην Ελλάδα,

την Τουρκία, τη Γαλλία και αλλού, οι σεισμολόγοι μπορούν πλέον να προβλέψουν

την εξέλιξη του φαινομένου και να εντοπίσουν τις περιοχές «υψηλού κινδύνου».

«Μέσα στην κακοδαιμονία και την καταστροφή, ήμασταν τυχεροί», λέει ο δρ

Ευθύμιος Λέκκας, καθηγητής Γεωλογίας στον τομέα Δυναμικής Τεκτονικής και

Εφαρμοσμένης Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Το ρήγμα της Βόρειας

Ανατολίας βρισκόταν στην ξηρά και είχαμε για πρώτη φορά την ευκαιρία να

μελετήσουμε ένα τέτοιο ρήγμα (οριζόντιας ολίσθησης ­ που οι δύο του πλευρές

μετακινούνται οριζόντια και αντίστροφα) σε πραγματικό χρόνο. Επιστημονικές

ομάδες από την Τουρκία, από την Ελλάδα, από τη Γαλλία έχουν μελετήσει

εξονυχιστικά την περιοχή. Έχουμε χωρίσει το μήκους 150 χιλιομέτρων ρήγμα σε

επτά τμήματα, τα οποία και εξετάζουμε λεπτομερώς. Μπορούμε πλέον να πούμε με

σιγουριά πως, στο Ιζμίτ, στο σημείο όπου βρισκόταν το επίκεντρο του σεισμού

του Αυγούστου του 1999, θα ξαναέχουμε τόσο μεγάλο σεισμό ύστερα από 150

χρόνια, όμως θα περιμένουμε μια ισχυρή σεισμική δόνηση στην Κωνσταντινούπολη

πολύ πιο σύντομα, μέσα στα επόμενα 15 χρόνια».

Το μπλοκ της Ανατολίας

Το ζητούμενο για τους ειδικούς είναι να μπορέσουν να προβλέψουν πώς θα

εξελιχθεί η σεισμική δραστηριότητα στο ίδιο το ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας,

αλλά και πώς αυτή θα επηρεάσει την κίνηση των τεκτονικών πλακών στην ευρύτερη

περιοχή. Αυτό που γνωρίζουν σήμερα είναι πως το βόρειο κομμάτι, το «μπλοκ της

Ανατολίας» όπως ονομάζεται, έχει «σπάσει» σε 39 σημεία και έχει δώσει επτά

μεγάλους σεισμούς. Αντίθετα, το νότιο κομμάτι (το τόξο του Αιγαίου και το τόξο

της Κύπρου), αυτό που βρίσκεται κάτω από την αφρικανική πλάκα και δέχεται την

πίεση από το «μπλοκ της Ανατολίας», δεν έχει αντιδράσει μέχρι στιγμής.

«Σε αυτό το νότιο σημείο έχουμε μόνο έναν μεγάλο σεισμό, αυτόν του 1926, στα

Δωδεκάνησα», εξηγεί ο κ. Λέκκας. «Τεκτονικά, η Τουρκία κινείται προς την

Ελλάδα, όμως ακόμη δεν έχουμε δει αντίδραση ­ αντίστοιχη σεισμική

δραστηριότητα δηλαδή. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε πως συσσωρεύεται ενέργεια

στην περιοχή και πως, σε κάποια στιγμή, η ενέργεια αυτή θα εκτονωθεί δίνοντας

έναν μεγάλο σεισμό είτε πώς το κομμάτι αυτό αντιδρά, αλλά πολύ αργά και χωρίς

να δίνει σεισμούς είτε πώς οι σεισμοί στην περιοχή εμφανίζονται σε πολύ αραιά

και μεγάλα χρονικά διαστήματα ­ ένας κάθε χίλια χρόνια. Στο σημείο αυτό είναι

πολύ δύσκολο να είμαστε συγκεκριμένοι, γιατί τα δεδομένα κρύβονται στη

θάλασσα, δεν είναι ορατά, όπως ήταν στο ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας, που

βρισκόταν στην ξηρά».

Χάρτης επικινδυνότητας

Σύμφωνα με όλες τις μέχρι στιγμής επιστημονικές μελέτες, ο χάρτης

επικινδυνότητας στην Ελλάδα σχεδιάζεται ως εξής: αν ισχύσει το πρώτο σενάριο

(αν δηλαδή συσσωρεύεται ενέργεια κάτω από το τόξο του Αιγαίου), το πιο πιθανό

σημείο να έχουμε σεισμό βρίσκεται νοτιοανατολικά της Ρόδου και της Καρπάθου,

στον θαλάσσιο χώρο. Εκεί, σύμφωνα με τον κ. Λέκκα, βρίσκεται η τάφρος του

Πλίνιου και του Στράβωνα, ενώ το κομμάτι αυτό του τόξου, που ξεκινά από την

Ισπάρτα της Τουρκίας και περνά από την Κάρπαθο και τα Δωδεκάνησα, έχει

χαρακτηριστικά που μοιάζουν πολύ με αυτά στο ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας. «Το

ευτύχημα για εμάς, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, είναι πως ο όποιος σεισμός

θα έχει επίκεντρο, κατά πάσα πιθανότητα, σε υποθαλάσσιο χώρο και, ως εκ

τούτου, οι συνέπειές του θα είναι μειωμένες».

Το ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας, από την άλλη, εξακολουθεί να «απειλεί» με

πιθανό σεισμό τις Βόρειες Σποράδες, όπου και καταλήγει ένα τμήμα του ενώ,

αντίθετα, δεν υπάρχει καμία ανησυχία, όπως τονίζει ο κ. Λέκκας, από το ρήγμα

της Πεντέλης, που έδωσε τον σεισμό του περασμένου Σεπτεμβρίου. «Εκεί, όλη η

ενέργεια έχει εκτονωθεί και αναμένεται πως θα είμαστε ήσυχοι για αρκετά χρόνια».

Στα Δωδεκάνησα πιθανόν να εκδηλωθεί ένας μεγάλος σεισμός

Η περιοχή γύρω από τη Ρόδο θεωρείται μία από τις πλέον πιθανές να εκδηλωθεί

ένας μεγάλος σεισμός. Ωστόσο, το νησί είναι καλύτερα «οχυρωμένο» από

οποιοδήποτε άλλο σημείο της Ελλάδας, με ένα σχέδιο αντισεισμικής προστασίας

στο οποίο έχουν ληφθεί υπ’ όψιν όλα τα απαραίτητα γεωλογικά, πολεοδομικά και

άλλα δεδομένα και το οποίο, εδώ και έξι χρόνια, ανανεώνεται και ενημερώνεται

συνεχώς.

Σχέδια αντισεισμικού σχεδιασμού (τα οποία δημιουργούνται με βάση τις

ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής) υπάρχουν επίσης για τη Ζάκυνθο, το Αγρίνιο,

την Καρδίτσα, το Ρέθυμνο, το Λουτράκι και πολλές ακόμη περιοχές της Ελλάδας.

«Όμως, η Ρόδος αποτελεί σίγουρα το πρότυπο», λέει ο κ. Λέκκας, ο οποίος

συντονίζει μια διεπιστημονική προσπάθεια, όπου συμμετέχουν επιστήμονες από τον

Οργανισμό Αντισεισμικής Προστασίας, η Πολεοδομική Υπηρεσία του Δήμου Ρόδου,

ειδικοί από το Αστεροσκοπείο, το Πολυτεχνείο και δεκάδες ακόμη φορείς.

Οι χάρτες που έχει στη διάθεσή του ο Δήμος Ρόδου (και οι οποίοι ενημερώνονται

και επικαιροποιούνται συνεχώς, χάρη στο γεωγραφικό ηλεκτρονικό σύστημα GIS)

έχουν σημειωμένα τα πάντα: τα σημεία όπου θα καταφύγει ο κόσμος μόλις

εκδηλωθεί ο σεισμός, τους χώρους όπου θα στηθούν οι καταυλισμοί, κ.λπ.

«Η πόλη έχει χωριστεί σε 3 τμήματα, τα οποία είναι οργανωμένα έτσι ώστε να

υπάρχει ιατρείο του ΕΚΑΒ, ομάδα μηχανικών, ό, τι χρειάζεται τις πρώτες ημέρες

μετά τον σεισμό», εξηγεί ο κ. Λέκκας.

Για να σχεδιαστεί αυτός ο τελικός χάρτης, όμως, χρειάστηκε να γίνουν δεκάδες

μελέτες στην περιοχή: γεωλογική μελέτη, μελέτη σεισμικής επικινδυνότητας,

μελέτη ρηγμάτων της περιοχής, γεωτεχνική μελέτη (το πώς δηλαδή αντιδρά το

έδαφος στη διάρκεια μιας δόνησης), μελέτη των κτιρίων για το πόσο τρωτά είναι,

πολεοδομική μελέτη, κ.λπ. «Πρόκειται για ένα τοπικό «σχέδιο Ξενοκράτης», το

οποίο έχει σχεδιαστεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ιδιαιτερότητες και τα

συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του νησιού», αναφέρει ο κ. Λέκκας.