Ξυπνάει, αλλά είναι σαν να μην έχει ξυπνήσει. Δεν θέλει να σηκωθεί από το

κρεβάτι. Το ζεστό – ζεστό κρεβάτι. Πρέπει όμως. Πρέπει να πάει στην Τράπεζα,

για την πιστωτική της κάρτα. Πρέπει. Πρέπει να πάει στο σχολείο να ρωτήσει για

την πρόοδο του παιδιού. Πρέπει. Πρέπει να επιβεβαιώσει την ώρα που θα ‘ρθουν

οι μοκετάδες να στρώσουν στο μέσα δωμάτιο. Πρέπει.

Πρέπει να σηκωθεί. Σηκώνεται.

Ανοίγει τα παντζούρια. Τα άνοιξε, δεν τα άνοιξε ­ ένα και το αυτό. Μαυρίλα

μέσα, μαυρίλα έξω. Το μαύρο εκείνο το βαθύ. Η γιαγιά της το έλεγε «μπλε

νουάρ». Σε ταγέρ καλό το μπλε νουάρ. Σε καινούργια μέρα δεν υποφέρεται.

Σύννεφα βαριά, χαμηλά, κάτω από το γόνατο ­ σε μήκος Σανέλ.

Να τα κλείσει πάλι τα παντζούρια; Να τα ξανακλείσει τα ρημάδια, να πέσει ξανά

στο κρεβάτι κι άει σιχτίρ με τράπεζες και σχολεία και μοκέτες; Να την κάνει τη

μοιραία κίνηση; Το απονενοημένο διάβημα; Όχι. Θέλει αρετήν και τόλμην. Και δεν

την έχει. Ίσως αύριο. Ή μεθαύριο…

Σέρνεται μέχρι την κουζίνα. Καφές. Καφές. Καφές επειγόντως.

Φίλτρο. Νερό. Κόκκινο κουμπί. Κάτσε τώρα. Κάτσε τώρα και περίμενε. Στάσου πάνω

από το κεφάλι της καφετιέρας και κοίτα την επίμονα. Κοίτα την ηλίθια. Όσο πιο

πολύ την κοιτάς τόσο πιο γρήγορα θα γίνει ο καφές. Έχει πιάσει άλατα κι η

καφετιέρα. Ώσπου να ολοκληρώσει το έργο της ­ εδώ θα μας βρει ο καινούργιος

χρόνος.

Άντε μπράβο, καλή πρωτοχρονιά. Αίσιον και ευτυχές. Εδώ, με τη φλιτζάνα στο

χέρι, με την παντόφλα και τη ρόμπα θα κάνει ρεβεγιόν. Τρίγωνα, κάλαντα, μες τη

γειτονιά, ήρθαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Κάνει προπόνηση στο σουξέ

από τώρα. Αν είναι να το βιώσει το ξερατό, τουλάχιστον να το πασπαλίσει με

χρυσόσκονη.

Μέχρι και ο ήχος του νερού που βράζει τής σπάει τα νεύρα. Γούρου – γούρου –

γούρου. Και μετά το γκραν φινάλε. Η καπιτάλε σκηνή. Μόλις η καφετιέρα κάνει

αυτό το αηδιαστικό «γκρουάαα», αυτό που σαν να ρεύεται, ο καφές είναι έτοιμος.

Έτοιμος κι ετοιματζήδικος. Καμιά γεύση. Καμιά ουσία. Μια άνευ ελαφρυντικών

καφεΐνη. Ένα ίνσταντ ρόφημα, που σου δίνει την ψευδαίσθηση μιας ίνσταντ

εγρήγορσης.

Με τη φλιτζάνα στο χέρι, πάει στο μπάνιο. Το κρύο μπάνιο. (Γιατί το μπάνιο

είναι πάντα κρύο;). Μπαίνει τουρτουρίζοντας στο ντους. Τι ωραία θα ήτανε αν

είχε τον χρόνο να ακολουθήσει τις συμβουλές των περιοδικών. «Γεμίστε την

μπανιέρα, ρίξτε άλατα και χαλαρώστε». Τα ‘χει δει και σε φωτογραφίες.

Ιλουστρασιόν κορίτσια αρμενίζουν σε πολυτελή υδρομασάζ με ένα ποτήρι σαμπάνιας

και μπόλικο λιπ γκλος στα χείλη. Είδες; Είδες τι διαδραματίζεται σε άλλο

πλανήτη; Υπάρχει ζωή στον Άρη τελικά!

Ακριβώς μες στον ψόφο και στις σαπουνάδες, ακριβώς με το σφουγγάρι στο χέρι,

χτυπάει το τηλέφωνο. Τέτοια ώρα; Πρωί – πρωί; Κάτι έγινε! Κάποιος δικός της

κάτι έπαθε. Παναγιά μου!

Χιμάει προς το ακουστικό. Σταγόνες εκσφενδονίζονται ένθεν κακείθεν, νερά

πιτσιλάει στο διάβα της, ό,τι πιο γάργαρο ρέει στον διάδρομο, οι καταρράκτες

του Νιαγάρα, ένα υπερθέαμα. Αρπάζει στάζοντας το τηλέφωνο.

­ Εμπρός;

­ Είστε η νοικοκυρά του σπιτιού;

Δεν το πιστεύει. Δεν είναι δυνατόν. Δεν συμβαίνει σε εκείνη αυτό. «Είστε η

νοικοκυρά του σπιτιού» δεν το διανοείται.

­ Όχι, δεν είμαι η νοικοκυρά του σπιτιού.

­ Πού είναι, παρακαλώ, η νοικοκυρά του σπιτιού;

­ Δεν υπάρχει νοικοκυρά του σπιτιού. Γενικώς, δεν υπάρχει νοικοκυρά σε αυτό το

σπίτι. Οι δουλειές γίνονται μόνες τους.

Αφ’ εαυτού τους. Με δική τους πρωτοβουλία.

Κλείνει το τηλέφωνο. Κάποιος κάτι πουλάει αξημέρωτα. Αν τους έδινε λίγο θάρρος

και τίποτα κουπόνια, θα της την πασάρανε τη φριτέζα.

Επιστρέφει στο μπάνιο βρίζοντας. Από το νερά, γλιστράει στον διάδρομο. Το πόδι

της! Το πόδι της σαν να γύρισε. Σαν να πονάει πολύ. Πρήστηκε; Θα πρήστηκε, δεν

μπορεί! Να δεις που πρήστηκε το πόδι της και δεν το ξέρει ακόμα. Πάγο! Αμέσως

πάγο.

Πάει να σηκωθεί. Στηρίζεται στον τοίχο. Το πατάει. Δεν πατιέται. Δεν πατιέται

το αναθεματισμένο. Πιάνει το χοροπηδητό. Το κουτσό. Από δέκα χρονών έχει να

κάνει κουτσό. Είδες; Μάθε τέχνη κι άστηνε. Κι αν πονέσεις πιάστηνε. Ωραία

είναι. Χάρμα. Επιστροφή στις ρίζες. Στην παιδική ηλικία. (Αλήθεια, τι να ‘γινε

η Τασούλα; Είναι ακόμα παντρεμένη με τον Τάκη;).

Ανοίγει το ψυγείο και βάζει παγάκια στην πετσετούλα. Τα ακουμπάει στον

αστράγαλο. Κάθεται στην καρέκλα. Από μακριά, κάποιοι γελάνε. Η τηλεόραση θα

είναι.

Όλο γελάνε στην τηλεόραση. Ή γελάνε ή βρίζουνε. Μέσος όρος δεν υπάρχει. Εκείνα

τα άτομα που μιλούσαν κανονικά, νορμάλ, που ακούγανε, ρωτούσαν, απαντούσαν ­

αυτά τα άτομα δεν υφίστανται πλέον. Είδος υπό εξαφάνισιν. Σαν τα κοάλα.

Κοιτάζει το ρολόι της κουζίνας. Η ώρα περνάει. Δεν έχει κάνει τίποτα ακόμα.

Τράπεζες. Σχολεία. Μοκέτες. Όλα είναι μπροστά της.

Όλα μπροστά της. Όλα πίσω της. Σηκώνει τα μάτια. Κοιτάζει κατάματα τη μέρα που

την περιμένει. Η μέρα αποστρέφει το βλέμμα της.

Μένει στην κουζίνα. Με τον πάγο στον αστράγαλο. Με τον πάγο στην καρδιά. Παρέα

μ’ ένα χάραμα που ήδη σουρούπωσε. Μια μέρα που ήδη νύχτωσε. Μέρα μεσίστια. Ζωή

μεσίστια…

Καλημέρα!