Το πρώτο βήμα εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο

συμφωνήθηκε χθες στο πλαίσιο των συζητήσεων που γίνονται στο ΝΑΤΟ.

Τσοχατζόπουλος – Ρόμπερτσον. Τα χαμόγελα μεταξύ του υπουργού Εθνικής Άμυνας

και του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ διαδέχθηκαν τη συμφωνία για τα μέτρα

εμπιστοσύνης μςταξύ Ελλάδος και Τουρκίας

Εφεξής οι δύο χώρες θα ενημερώνουν η μία την άλλη, μέσω ΝΑΤΟ, για το πρόγραμμα

εθνικών ασκήσεων που θα ακολουθεί η καθεμιά το επόμενο έτος. Τη σχετική

συμφωνία για το πρώτο απ’ τα πέντε στρατιωτικής φύσεως μέτρα εμπιστοσύνης που

συζητούνται ανακοίνωσε ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ λόρδος Ρόμπερτσον. Όπως

δήλωσε χθες λίγες ώρες μετά την κοινή συνάντηση που είχε στις Βρυξέλλες με

τους υπουργούς Άμυνας Ελλάδας και Τουρκίας κ.κ. Α. Τσοχατζόπουλο και Σ.

Τσακμάκογλου, η αμοιβαία αυτή ενημέρωση θα διευκολύνει και τις δύο πλευρές να

αναγνωρίσουν το νωρίτερο δυνατόν προβλήματα που μπορεί να προκληθούν από

ασκήσεις που συμπίπτουν χρονικά ή και χωροταξικά.

Η συμφωνία προβλέπεται να ενεργοποιηθεί αμέσως και η πρώτη ανταλλαγή

ενημερώσεων θα γίνει στη σύνοδο για τις ασκήσεις του ΝΑΤΟ που θα

πραγματοποιηθεί στη Νάπολι στις 11-12 Δεκεμβρίου. Οι δύο χώρες θα

αλληλοενημερώνονται επίσης «μέσω των συνήθων διπλωματικών καναλιών» για τις

τυχόν κατά περίπτωση αλλαγές ή προσθήκες που μπορούν να γίνουν, εκ των

υστέρων, σ’ αυτά τα προγράμματα ασκήσεων.

«Κλίμα σύγκλισης»

Όπως είπε στους δύο υπουργούς ο κ. Ρόμπερτσον στις συζητήσεις που κάνουν υπό

την αιγίδα του οι πρέσβεις των δύο χωρών κ.κ. Κασκαρέλης και Οϊμέν, υπάρχει

«κλίμα σύγκλισης». Τους διαβεβαίωσε επίσης ότι δεν προτίθεται να μεταφέρει το

επίπεδο των συζητήσεων και εξέφρασε την ελπίδα να συνεχισθούν οι συζητήσεις με

τους ίδιους ρυθμούς.

Τα άλλα ακανθώδη ζητήματα για τα οποία γίνεται συζήτηση σ’ αυτό το επίπεδο

αφορούν:

* Στη μείωση του αριθμού, του μεγέθους και της εμβέλειας των ασκήσεων στο

Αιγαίο,

* στις πτήσεις τουρκικών αεροσκαφών στον διεθνή εναέριο χώρο μόνο με το

σύστημα αναγνωρίσεως IFF/SIF (χωρίς δηλαδή υποβολή σχεδίων πτήσεων),

* στις πτήσεις ελληνικών και τουρκικών αεροσκαφών χωρίς οπλισμό και, τέλος,

* στην ανοιχτή γραμμή μεταξύ των Αρχηγείων Εσκί Σεχίρ και Λάρισας για

ανταλλαγή πληροφοριών στη βάση της αμοιβαιότητας για πτήσεις στον διεθνή χώρο

του Αιγαίου.

Κι άλλες προτάσεις

Για τα τρία τελευταία η Ελλάδα δεν συμφωνεί, καθώς, όπως έχει τονίσει

επανειλημμένα, θίγουν κυριαρχικά δικαιώματα. Πέραν αυτών των 5 σημείων που

έχουν προταθεί απ’ την Τουρκία, υπάρχει ενδεχόμενο η Ελλάδα να προτείνει και

άλλα στρατιωτικού χαρακτήρα.

Μέχρι τώρα το μόνο μέτρο εμπιστοσύνης που ισχύει είναι το δίμηνο καλοκαιρινό

μορατόριουμ ασκήσεων που είχε προβλεφθεί στο μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ του

1988.

Δυσλειτουργία

Στο μεταξύ, τη δυσλειτουργία και αδυναμία συντονισμού και συνεννόησης, που

προκαλεί το ισχύον θεσμικό πλαίσιο ανάμεσα στα Γενικά Επιτελεία, ανέδειξε

ανάγλυφα «περίεργη» άσκηση του ΝΑΤΟ σε κομπιούτερ που σχεδιάζεται για τις

επόμενες ημέρες. Η άσκηση, αν και στηρίζεται ουσιαστικά σ’ ένα σενάριο

επιστημονικής φαντασίας με εικονικές χώρες, εμπλέκει και την Ελλάδα ως χώρα

στην οποία εκδηλώνεται τρομοκρατική επίθεση σε κτίριο δίπλα στην αμερικανική

πρεσβεία στην Αθήνα με δεκάδες νεκρούς!

Το συγκεκριμένο σημείο του σεναρίου έχει ενοχλήσει την Αθήνα, που ήδη από τις

10 Νοεμβρίου ζήτησε με σήμα που έστειλε ο εθνικός διοικητής του 7ου CAOC του

ΝΑΤΟ στη Λάρισα αντιπτέραρχος Μανούσος να απαλειφθεί. Χθες, μάλιστα η Αθήνα

επανήλθε ­ μετά την παρουσίαση του θέματος απ’ το «Έθνος» ­ και ξεκαθάρισε ότι

δεν θα δεχθεί τέτοιο επεισόδιο αφήνοντας μάλιστα να φανεί ότι σε αντίθετη δεν

θα συμμετάσχει στην άσκηση.

Και αυτό παρ’ όλο που σε άλλα σημεία του σεναρίου υπάρχουν θετικές αλλαγές,

όπως π.χ. η ρητή αναφορά της Κύπρου ως «φιλικής» χώρας και όχι ως ουδέτερης ή

και εχθρικής όπως παλαιότερα.

Δεν είχαν συντονιστεί

Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ το θέμα είχε προκύψει από τον Νοέμβριο, τα Γενικά

Επιτελεία δεν είχαν καταφέρει (ούτε επιδιώξει…) να συντονισθούν. Και δεν

είχαν ενημερώσει ούτε την πολιτική ηγεσία για ένα θέμα που θα μπορούσε να είχε

μεγαλύτερη πολιτική σημασία.