Το σκοτάδι απλώνεται από τις 4.00, τερματίζει μια παρωδία μέρας, ένα αχνό φως

που κρατάει ελάχιστα και προσπαθεί απεγνωσμένα να συγκρατήσει τους υπηκόους

του από την παράνοια ή την ολοκληρωτική σιωπή, εμένα όμως τούτη η σκανδιναβική

νύχτα μού φαίνεται σωτήρια, μια προστασία, σαν μαλακή κουβέρτα, πνίγει τους

ήχους και με απομακρύνει από το φως που πληγώνει το βλέμμα και το γέλιο μου

κάτι μήνες τώρα…

Οι νομείς τούτης της νύχτας και της ευμάρειας ζηλεύουν το μεσογειακό μου

φορτίο, πώς να εξηγήσω το αβάσταχτο του βάρους του, την αδυναμία απόδρασης,

αυτή που κάνει τη φυσική παγωνιά ποθητή, κοιτώ από τα παράθυρα την αποθέωση

της αισθητικής και της εσωτερίκευσης, κάπως έτσι θα έπρεπε να ένιωθε και κείνο

το κοριτσάκι στο παραμύθι του Άντερσεν, μονάχα που εγώ είμαι μεγάλη και μάνα

πια, δεν δικαιούμαι να τρέμω από το κρύο ή τον φόβο, ακόμη και τα όνειρα μιας

αδύνατης φυγής απαγορεύονται και λογοκρίνονται από τον πανίσχυρο

εγκέφαλο-τέρας, επιλογή μου κι αυτός όπως κι όλα τα άλλα στοιχεία ενός

προαναγγελθέντος αυτοεγκλωβισμού…

Κι εσύ, ακριβέ μου σύντροφε, που καταλάβαινες πάντα τα κρυμμένα μυστικά των

σιωπών κι ήξερες να πνίγεις και να εκλογικεύεις τον φόβο, πώς παρασύρθηκες

τώρα από την πλημμυρίδα των κενών περιεχομένου ήχων και μ’ άφησες να τα βγάλω

πέρα μόνη μου με τα φαντάσματα, με την πραγματικότητα που συναρμολογήσαμε

κομμάτι κομμάτι από υλικά δεδομένα; Δεν είμαι τόσο μεγάλη και δεν είμαι τόσο

δυνατή, καταφέρνω να στηρίξω ένα σύμπαν γύρω μου κι εσένα μαζί, αλλά δεν μπορώ

να στηρίξω τον εαυτό μου και την ελλείπουσα νόησή μου, περίεργο, σχεδόν

παράδοξο, αλλά έτσι είναι…

Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν θα σε δω στα «αντικειμενικά» τους πλαίσια θα σου

χαμογελάσω και θα σε χαϊδέψω, γυναίκα-μάνα και πάλι, θα σου πω ότι, ως

είθισται, εσύ είσαι αυτός που είχε δίκιο και, πράγματι, θα επιβιώσουμε ­ και

μαζί και χωριστά…

Το κοριτσάκι του Άντερσεν συνεχίζει την περιπλάνησή του μετρώντας τις απουσίες…